Η Κριτική Εκπαίδευση είναι ένας χώρος που φιλοδοξεί να ενσωματώσει την παράδοση της Κριτικής Παιδαγωγικής του Πάουλο Φρέϊρε με την Μαρξιστική παράδοση των θεωρητικών προσεγγίσεων στην εκπαίδευση και την διαρκώς ανανεούμενη εμπειρία των κοινωνικών κινημάτων αντίστασης.
Η πρώτη προσπάθεια εμπλουτισμού και ανανέωσης της Κριτικής Παιδαγωγικής έγινε από τον Peter McLaren όταν διαπιστώθηκε ότι οι κριτικοί παιδαγωγοί της παράδοσης του Πάουλο Φρέϊρε στις ΗΠΑ έδειχναν τάσεις ενσωμάτωσης και συμβιβασμού με τις κυρίαρχες παιδαγωγικές απόψεις, αγνοώντας ότι η ριζική αλλαγή στην εκπαίδευση απαιτεί και μια ριζική αλλαγή των κοινωνικών δομών που τη στηρίζουν.
Ο Peter McLaren εισήγαγε την «Επαναστατική Κριτική Παιδαγωγική» σε μια προσπάθεια διαφοροποίησής του από αυτό το κυρίαρχο κλίμα κάνοντας ταυτόχρονα μια ρήξη με τον μεταμοντερνισμό που σάρωνε τα αμερικανικά πανεπιστήμια, καλώντας επί της ουσίας για μια επιστροφή στον Μαρξ και στην «κοινωνική τάξη» ως εννοιολογικό εργαλείο ανάλυσης.
Αυτή η διαφοροποίηση από την παραδοσιακή Κριτική Παιδαγωγική και ταυτόχρονα συγκρότηση ενός νέου παραδείγματος, στην Ευρώπη γίνεται μέσα από μια διαδικασία της οποίας τα Διεθνή Συνέδρια Κριτικής Εκπαίδευσης αποτελούν την πιο σημαντική συνιστώσα.
Ποιοί όμως είναι οι άξονες μέσα από τους οποίους συγκροτείται το νέο παράδειγμα στη ριζοσπαστική εκπαίδευση;
Ως τέτοιοι μπορεί να αναφερθούν:
1) Η επαναδιαπραγμάτευση και μελέτη των κλασικών μαρξιστικών αναλύσεων για την εκπαίδευση.
Για παράδειγμα: τα κείμενα του Λένιν για την εκπαίδευση των ενηλήκων όπως εμφανίζονται στη συλλογή κειμένων «Για τον Πολιτισμό και την πολιτιστική επανάσταση» (Μόσχα 1970), τα κείμενα του Τρότσκι για τα «Προβλήματα της καθημερινής ζωής», των Μπουχάριν και Πρεομπραζένσκι για την «Κομμουνιστική Εκπαίδευση» (δηλαδή το κεφάλαιο 10, στο «αλφαβητάρι του κομμουνισμού», αμετάφραστο στα ελληνικά), τα κείμενα του Λουνατσάρσκι για την αυτοεκπαίδευση των εργατών (Μόσχα 1981), του Γκράμσι από τα τετράδια της φυλακής και οπωσδήποτε τα κείμενα των αυστρομαρξιστών που αναφέρονται στην εμπειρία της «κόκκινης Βιέννης» (1919-1934), είναι τα πιο σημαντικά.
Σε αυτή την επαναδιαπραγμάτευση των κλασικών, εξέχουσα θέση έχουν οι αναλύσεις του πρώϊμου σοσιαλιστικού φεμινιστικού κινήματος για την εκπαίδευση όπως αυτές εμφανίζονται μέσα από τα έργα της Αλεξάνδρας Κολλοντάι, της Ινέσσα Αρμάν και της Κλάρας Τσέτκιν. Η σύνδεση του σοσιαλιστικού φεμινιστικού κινήματος σήμερα με την Κριτική Εκπαίδευση περνάει μέσα από τη μελέτη των έργων των επαναστατριών του κόμματος των μπολσεβίκων.
2) Η μελέτη των εκπαιδευτικών θεσμών στις μεταβατικές κοινωνίες.
Θα πρέπει να κάνουμε ένα διαχωρισμό ανάμεσα στις προσπάθειες «εναλλακτικής εκπαίδευσης» (πχ. Μοντεσσόρι, Σάμμερχιλ κλπ) που έγιναν στο πλαίσιο μιας κοινωνίας με παγιωμένες κοινωνικο-οικονομικές δομές με εκείνες που εμφανίστηκαν σε κοινωνίες σε μετάβαση όπου οι εκπαιδευτικοί θεσμοί αλλάζουν μορφή και περιεχόμενο σε πλήρη αλληλόδραση με τις κοινωνικές μεταβολές και εξελίξεις.
Ιδιαίτερη έμφαση απαιτείται να δοθεί στο ενιαίο σχολείο εργασίας που καθιέρωσε η οκτωβριανή επανάσταση, στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στη Μοζαμβίκη του FRELIMO, στη καμπάνια κατά του αναλφαβητισμού στη σαντινιστική Νικαράγουα, στα σχολεία της ζαπατιστικής κοινότητας της Τσιάπας και στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στη Βενεζουέλα του Τσάβες όπου ο σύντροφός μας Peter McLaren έπαιξε ενεργό ρόλο.
3) Η νεοφιλελεύθερη επίθεση στην εκπαίδευση και η απάντηση του κινήματος των εκπαιδευτικών.
Ο ρόλος του δασκάλου είναι κεντρικός σε κάθε προσπάθεια αλλαγής στην εκπαίδευση. Για την Κριτική Εκπαίδευση, ο εκπαιδευτικός δεν είναι ένας απλός διεκπεραιωτής του αναλυτικού προγράμματος, ακόμα ένας παράγοντας στον ιμάντα μεταβίβασης που ξεκινά από το υπουργείο και φτάνει στη σχολική τάξη, αλλά ένας οργανικός διανοούμενος του μετασχηματισμού, που μέσα από τη διδασκαλία του θα μετασχηματίσει τις συνειδήσεις των μαθητών του.
Ως εκ τούτου, το πως ο εκπαιδευτικός ως συλλογικό υποκείμενο στέκεται απέναντι στην νεοφιλελεύθερη επίθεση που σήμερα αποτελεί την κυρίαρχη μορφή της επίθεσης του κεφαλαίου στην εργασία είναι κεντρικό ζήτημα της Κριτικής Εκπαίδευσης.
Επειδή η εκπαίδευση δεν είναι απλά και μόνο ένας ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους αλλά πρώτα και κύρια ένας μηχανισμός αναπαραγωγής του κεφαλαίου μέσα από το βάθεμα της αντίθεσης πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας και ταυτόχρονης προλεταριοποίησης της πνευματικής εργασίας, η βίαιη προλεταριοποίηση του εκπαιδευτικού με ότι συνέπειες έχει στην προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική ζωή του αποτελεί κομβικό σημείο έρευνας για την Κριτική Εκπαίδευση.
4) Τα κοινωνικά κινήματα αντίστασης ως εκπαιδευτικοί οργανισμοί.
Τα κινήματα αντίστασης στην εκπαίδευση με ότι μορφές αυτά παίρνουν θα πρέπει να ειδωθούν σε συνάρτηση όχι μόνο με τις αντιστάσεις του ευρύτερου εργατικού κινήματος αλλά και σε σχέση με τα άλλα κοινωνικά κινήματα αντίστασης όπως είναι τα κινήματα πολιτιστικής αντίστασης (διεκδίκησης δημόσιου χώρου, εναλλακτικής τέχνης, συλλογικές μορφές έκφρασης) και τα ιστορικά κοινωνικά κινήματα: το φεμινιστικό, το LGBTQ, το οικολογικό κλπ. Και αυτό από την άποψη ότι είναι πλέον αποδεκτό στην ριζοσπαστική κοινωνική θεωρία ότι τα κοινωνικά κινήματα παράγουν γνώση και ταυτόχρονα εκπαιδεύουν τα μέλη τους μέσα από την αμφισβήτηση των κυρίαρχων κοινωνικών στερεοτύπων προβάλλοντας άλλες μορφές συμπεριφοράς και κοινωνικής ζωής. Η Κριτική Εκπαίδευση ορίζεται και καθορίζεται μέσα από το εργατικό κίνημα και τα κοινωνικά κινήματα αντίστασης τα οποία αποτελούν συστατικό μέρος της.
Το 5ο Διεθνές Συνέδριο Κριτικής Εκπαίδευσης που θα γίνει στην Πολωνία τον Ιούνιο του 2015, αναμένεται ότι θα μορφοποιήσει ακόμα περισσότερο τους συγκεκριμένους άξονες συγκρότησης και ταυτόχρονα θα εμπλουτίσει τον προβληματισμό μας με τις εμπειρίες των νέων συντρόφων και ακτιβιστών της εκπαίδευσης που θα δούμε εκεί.
(Δημοσιεύτηκε στο "Πριν" 27-7-2014)