Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Peter McLaren και Ramin Farahmandpur: «Η Παιδαγωγική της Αντίστασης», Εκδ. ΤΟΠΟΣ, 2013

Η έκδοση, για πρώτη φορά στα ελληνικά, του βιβλίου των Peter McLaren και Ramin Farahmandpur αποτελεί από μόνο του εκδοτικό γεγονός. Διατυπώνει από την αρχή θεμελιώδη ερωτήματα για την παιδεία και την πολιτική συμβάλλοντας στη διαμόρφωση εναλλακτικών προτάσεων από την πλευρά του κινήματος των εκπαιδευτικών, αμφισβητεί τον πυρήνα της καπιταλιστικής εκπαίδευσης αποδεικνύοντας ότι μια άλλη εκπαίδευση και μια άλλη κοινωνία είναι εφικτές. Αρθρώνει έναν προγραµµατικό λόγο όπου η φωνή των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων, των γυναικών, των ατόμων µε ειδικές ανάγκες, των μεταναστών και γενικότερα των κοινωνικών μειονοτήτων έχει ισχυρή θέση στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό.
Το βιβλίο αυτό του McLaren, σε συνεργασία με τον Ramin Farahmandpur (Καθηγητή στο Τμήμα Εκπαίδευσης, Πολιτικής και Διοικητικών Σπουδών στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Portland) εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2005 από τον εκδοτικό οίκο Rowman and Littlefield με τον τίτλο Teaching Against Global Capitalism and the New Imperialism. Σε συνεννόηση με τον συγγραφέα αποφασίστηκε ο ελληνικός τίτλος να είναι Η παιδαγωγική της Αντίστασης, ακριβώς για να σηματοδοτεί τους αγώνες των Ελλήνων εκπαιδευτικών ενάντια στην προσπάθεια των κυρίαρχων τάξεων για επιβολή των προγραμμάτων λιτότητας και της γενικότερης πολιτικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί ξεχωριστή συμβολή στο ρεύμα που ο McLaren ονόμασε Επαναστατική Κριτική Παιδαγωγική, ως απάντηση στη συνεχή, και τις περισσότερες φορές επιτυχή, προσπάθεια χειραγώγησης της Κριτικής Παιδαγωγικής.
H δουλειά του Peter McLaren έχει οδηγήσει σε ριζική μεταμόρφωση τον τομέα της παιδαγωγικής θεωρίας κερδίζοντας την παγκόσμια αναγνώριση. Τέσσερα από τα βιβλία του (έχει γράψει 45 βιβλία και δεκάδες άρθρα σε περιοδικά) έχουν βραβευτεί από την Αμερικανική Ένωση Κριτικών Παιδαγωγικών Σπουδών. Το έργο του Η Ζωή στα Σχολεία χαρακτηρίστηκε από τη διεθνή επιτροπή ειδικών που συγκροτήθηκε από τη Σχολή Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας ένα από τα 12 πιο σημαντικά παγκοσμίως στο πεδίο της παιδαγωγικής θεωρίας. Επιπλέον, στο Μεξικό και στην Αργεντινή, καθώς και στην πατρίδα του, τον Καναδά, έχουν δημιουργηθεί Ινστιτούτα Peter McLaren, προκειμένου να προωθήσουν την κατανόηση του έργου του μεταξύ των παιδαγωγών και των ακτιβιστών της εκπαίδευσης.
Ταυτόχρονα, βέβαια, τα τελευταία χρόνια, ο Peter McLaren έχει γίνει στόχος μιας εκστρατείας συντηρητικών κύκλων στις ΗΠΑ με την κατηγορία ότι η διδασκαλία του υπονομεύει τις αξίες του αμερικανικού πολιτισμού. Ο συντηρητικός Σύλλογος Αποφοίτων του University of California at Los Angeles (UCLA), όπου εργάζεται τα τελευταία χρόνια, τον έχει κατονομάσει ως τον «πιο επικίνδυνο καθηγητή στο UCLΑ», με επιχείρημα την προσωπική ιστοσελίδα του, τη συμμετοχή του στην Επιτροπή Παιδείας της Βενεζουέλας του Ούγκο Τσάβες, τα τακτικά ταξίδια του στην Κούβα και φυσικά τα κείμενά του.
Η σημασία της θεωρητικής συνεισφοράς του Peter McLaren έγκειται στη νέα προοπτική που έδωσε στην Κριτική Παιδαγωγική, η οποία θεμελιώθηκε με το έργο του Paulo Freire Η Αγωγή του Καταπιεσμένου, το οποίο έχει κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις και στην Ελλάδα.
Στο έργο αυτό, ο Freire υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει ουδέτερη εκπαιδευτική διαδικασία. Η εκπαίδευση είτε λειτουργεί ως εργαλείο για να διευκολύνει την ενσωμάτωση στη λογική του υπάρχοντος συστήματος ή συνιστά «πρακτική ελευθερίας»-πεδίο άσκησης της ελευθερίας, επιτρέποντας στους μαθητές να ασχοληθούν κριτικά και δημιουργικά με την πραγματικότητα και να ανακαλύψουν πώς να συμμετέχουν στην αλλαγή του κόσμου τους. Η πρόταση του Freire επιδιώκει να μετασχηματίσει τους μαθητές από αντικείμενα των εκπαιδευτικών διαδικασιών σε άτομα υπεύθυνα για την αυτονόμηση και τη χειραφέτησή τους.
Σύμφωνα με την Κριτική Παιδαγωγική, η μάθηση είναι μια κοινωνικά και πολιτιστικά προσδιορισμένη δραστηριότητα. Διαμορφώνεται και καθορίζεται από κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτιστικούς, πολιτικούς και ιστορικούς παράγοντες, οι οποίοι εκφράζονται μέσω των κοινωνικών πρακτικών και των θεσμικών κανόνων που χρησιμοποιούνται από τις κυρίαρχες ομάδες. Μέσω της μάθησης τα άτομα εγκαθιστούν στο υποσυνείδητό τους ιδέες και κοσμοθεωρίες που δεν είναι τις περισσότερες φορές δικές τους δημιουργίες και υιοθετούν παραδοχές που τις θεωρούν αμετάβλητες και φυσικές, σαν τα πράγματα να πρέπει να συμβούν ακριβώς με τον τρόπο που συμβαίνουν, χωρίς περιθώριο αμφισβήτησης. Στην κλασική εκδοχή της η Κριτική Παιδαγωγική αποτελεί μια θεωρητική πρακτική με στόχο οι εκπαιδευόμενοι να αποκτήσουν κοινωνική συνείδηση και να κατανοήσουν το νόημα, τις αιτίες, το κοινωνικό πλαίσιο, την ιδεολογία και τις επιπτώσεις κάθε πράξης, γεγονότος και διαδικασίας.
Το έργο του Freire βρήκε παγκόσμια απήχηση και μέχρι τη δεκαετία του ’80 αναπτύχθηκαν διάφορες σχολές Κριτικής Παιδαγωγικής. Στη Βόρεια Αμερική, από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα, μια σειρά ερευνητές συνέδεσαν τις αντιλήψεις του Freire με εκείνες της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φραγκφούρτης και άλλες νεομαρξιστικές προσεγγίσεις.
Στην Κριτική Παιδαγωγική, τα τελευταία χρόνια, οι κλασικές μαρξιστικές θεωρίες για τη σχέση αναπαραγωγής κεφαλαίου και εκπαίδευσης έχουν αντικατασταθεί κατά ένα μεγάλο μέρος από μεταστρουκτουραλιστικές εκδοχές του μαρξισμού, που συνεξετάζουν φύλο, φυλή, τάξη, καθώς και άλλες πλευρές της ταυτότητας του υποκειμένου. Οι μεταστρουκτουραλιστικές θεωρήσεις επιδιώκουν να αποφύγουν την εστίαση στην κοινωνική τάξη και τονίζουν τη σημασία της ανάπτυξης θεωριών διαμεσολάβησης και της ενσωμάτωσης των διαστάσεων φύλου, φυλής και σεξουαλικότητας, σε μια διευρυμένη έννοια πολυπολιτισμικής εκπαίδευσης και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Την τελευταία δεκαετία, ο Peter McLaren κινήθηκε από την Κριτική Παιδαγωγική σε αυτό που ο ίδιος ονομάζει Επαναστατική Κριτική Παιδαγωγική. Το πέρασμα από την Κριτική Παιδαγωγική στην Επαναστατική Κριτική Παιδαγωγική δεν πρέπει να ερμηνευθεί απλώς ως αλλαγή ονόματος μιας θεωρίας. Είναι μια αλλαγή ουσίας, η απάντηση στη συνεχή και, τις περισσότερες φορές, επιτυχή διαδικασία χειραγώγησης της Κριτικής Παιδαγωγικής. Ο McLaren υποστηρίζει ότι το σύστημα έχει αναπτύξει έναν τρόπο να ενσωματώνει ό,τι δεν μπορεί να πολεμήσει και να το μετασχηματίζει στην πιο αποδυναμωμένη εκδοχή του. Με βάση αυτή την παραδοχή, ο McLaren ισχυρίζεται ότι η Κριτική Παιδαγωγική έχει καταστεί μια καρικατούρα της αρχικής ιδέας και της προσπάθειας για μια δικαιότερη κοινωνία. Η ίδια διαδικασία αποδυνάμωσης έχει συμβεί και με τις ιδέες του Paulo Freire, που έχουν αποκτήσει ηπιότερη μορφή και έχουν περιορισθεί στις μαθητοκεντρικές προσεγγίσεις μάθησης αποφεύγοντας την κοινωνική κριτική.
Ο McLaren, ασκώντας έντονη κριτική στη μεταμοντέρνα κατάσταση, που έχει σαρώσει σαν τυφώνας τα αμερικανικά πανεπιστήμια, υποστηρίζει ότι οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να υποστηρίξουν τις συλλογικές προσπάθειες για την κοινωνική αλλαγή. Υιοθετώντας ένα μαρξιστικό πλαίσιο, η Επαναστατική Κριτική Παιδαγωγική φιλοδοξεί να βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς να κατανοήσουν τις μορφές καταπίεσης που σχετίζονται με τη διαδικασία διδασκαλίας και μάθησης.
Το έργο του Peter McLaren συνιστά αλλαγή παραδείγματος στο χώρο της Κριτικής Παιδαγωγικής. Η Επαναστατική Κριτική Παιδαγωγική λαμβάνει υπόψη της την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας και μετατοπίζει τη θεματολογία της σε ένα πλαίσιο που επικαθορίζεται από την κοινωνική σύγκρουση, διατυπώνοντας από την αρχή θεμελιώδη ερωτήματα για την παιδεία και την πολιτική: Ποιος επωφελείται από το εκπαιδευτικό σύστημα στην παρούσα μορφή του; Ποιος επωφελείται από τους υπάρχοντες εκπαιδευτικούς μηχανισμούς; Ποιων τα συμφέροντα εξυπηρετούν οι υπάρχουσες παιδαγωγικές πρακτικές; Ποια είναι η σχέση μεταξύ των παιδαγωγικών πρακτικών και της εκπαίδευσης ως διαδικασίας αναπαραγωγής του συστήματος της κυρίαρχης τάξης;
Ο McLaren υποστηρίζει ότι το έργο του συνεχίζει την παράδοση του μαρξιστικού ουμανισμού. Η φιγούρα του Τσε αναδύεται σε κάθε στιγμή του έργου του (βλ. Che Guevara, Paulo Freire, and the Pedagogy of Revolution, Rowman and Littlefield, 2000). Το έργο του  ενσωματώνει τις αντιλήψεις του Γκράμσι και άλλων στοχαστών της παράδοσης του «Δυτικού Μαρξισμού», και, από την άλλη, στρέφεται στις κοινότητες των Λατινοαμερικανών και Αφροαμερικανών διανοουμένων, των φεμινιστριών, των φιλοσόφων και ακτιβιστών από όλο των κόσμο, οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικές θεωρητικές παραδόσεις, αλλά συμπορεύονται στον αγώνα για τον σοσιαλισμό.
Η έκδοση του πρώτου βιβλίου του Peter McLaren στα ελληνικά σίγουρα αποτελεί ένα εκδοτικό γεγονός, αφ’ ενός γιατί συμπληρώνει ένα σημαντικό κενό στην ελληνική εκπαιδευτική βιβλιογραφία και έρχεται να κοινοποιήσει το έργο του στον Έλληνα εκπαιδευτικό, αφ’ ετέρου μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση εναλλακτικών προτάσεων από την πλευρά του κινήματος των εκπαιδευτικών που αμφισβητεί τον πυρήνα της καπιταλιστικής εκπαίδευσης και ταυτόχρονα να αναδείξει ότι «μια άλλη εκπαίδευση» και «μια άλλη κοινωνία» είναι εφικτές. Να αρθρώσει έναν προγραμματικό λόγο όπου η φωνή των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων, των γυναικών, των ατόμων με ειδικές ανάγκες, των μεταναστών και γενικότερα των κοινωνικών μειονοτήτων θα πρέπει να έχει ισχυρή θέση όχι μόνο στην εκπαίδευση αλλά σε όλη την κοινωνία. Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από όλους όσους αγωνίζονται για την κοινωνική χειραφέτηση.

(Το βιβλίο εκδίδεται στη σειρά "Ριζοσπαστική Θεωρία" με υπεύθυνο το Σπύρο Σακελλαρόπουλο, σε Επιστημονική Επιμέλεια Κώστα Σκορδούλη και μετάφραση Κώστα Θεριανού)




Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΘΥΜΗ...


Ήταν Ιούνης του 89 όταν επέστρεψα στα Γιάννενα μετά από 6 χρόνια απουσίας...το καλοκαίρι του 83, είχα ακούσει το περίφημο «δεν έχεις θέση στο εργαστήριο και πιθανώς ούτε σε αυτό το πανεπιστήμιο»...μετά από 4 χρόνια στα φιλόξενα εργαστήρια του Ινστιτούτου Φυσικοχημείας του ΕΙΕ και 2 χρόνια θητείας επέστρεψα στην πόλη που έχει σημαδέψει τη ζωή μου...στα Γιάννενά μου.
Το κλίμα ήταν πλέον αλλιώς...νέα πρόσωπα στο Πανεπιστήμιο...πρόσωπα με αριστερό ιδεολογικό φορτίο...με πολλές νέες ιδέες που μαζί με τους παλιότερους έκαναν το τότε Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων πρωτοπορεία της ριζοσπαστικής σκέψης...ο Παύλος, ο Θέμης, η Μαριάννα, ο Παναγιώτης, ο Μπάμπης, η Βούλα, ο Ευθύμης...
Με τον Ευθύμη «δέσαμε» από τη πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας. Ήταν τα κοινά μας ενδιαφέροντα για την οικολογία και το μαρξισμό, ήταν η βαθειά του σκέψη και η ικανότητά του να σκάβει κάτω από τη επιφάνεια, ο πράος χαρακτήρας του και η μεγάλη ανεκτικότητά του απέναντι στις ιδεολογικές μου ιδιορυθμίες (ήμουν ο ένας και μοναδικός τροτσκιστής στα Γιάννενα εκείνη την περίοδο) αλλά περισσότερο για μένα ήταν και ένα αίσθημα ότι σε κάθε μας συζήτηση μάθαινα από τον Ευθύμη.
Ο Ευθύμης ήταν για μένα και φίλος και σύντροφος και δάσκαλος. Μου άνοιξε τους ορίζοντες της Περιβαλλοντικής Φιλοσοφίας, μου μίλησε για τα διάφορα ρεύματα και τις διαφοροποιήσεις τους, για το κίνημα απελευθέρωσης των ζώων, για τη Βαθειά Οικολογία, τον Άρνε Νας, τον O’Connor...και μαζί με όλα αυτά για τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, το Λουκρήτιο, τον Πλίνιο. Φυσικός ήμουν (και είμαι), ο Ευθύμης μου ξεκλείδωσε τη Φιλοσοφία.
Ο Ευθύμης οργάνωσε την πρώτη ημερίδα Περιβαλλοντικής Φιλοσοφίας και Εκπαίδευσης στα Γιάννενα. Με κάλεσε να μιλήσω. Η πρώτη μου απόπειρα να αρθρώσω συγκροτημένο φιλοσοφικό λόγο. Θυμάμαι ακόμα τον επίλογο: «η οικολογία και η ηθική της ελευθερίας».
Και μετά μαζί και με τον Θέμη ήλθε η «Ομάδα Ανακύκλωσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων». Για τον Ευθύμη δεν ήταν μόνο η θεωρητική αναζήτηση. Ήταν σε εξίσου σημαντικό επίπεδο και η πράξη, από το πιο στοιχειώδες επίπεδο στο πιο μεγάλο.
Από το να ανακυκλώσουμε τους τόνους χαρτί που χρησιμοποιεί ένα Πανεπιστήμιο μέχρι τη συμμετοχή στο Σύλλογο, την απεργία, το δρόμο.
Σε εκείνη την προσπάθεια ανακύκλωσης είμαστε απελπιστικά μόνοι. Κουβαλήσαμε μόνοι μας την πρέσσα χαρτιού, βάλαμε μόνοι μας τους κάδους συλλογής χαρτιού σε όλο το Πανεπιστήμιο και στο τέλος μόνοι νιώσαμε το αίσθημα απελπισίας και αποτυχίας όταν δεν υπήρχε κάποιος να αδειάζει τους κάδους (το κάναμε κι αυτό) και το φορτηγό για να μεταφέρει το χαρτί στη μονάδα ανακύκλωσης ζήταγε τόσα που ξεπέρναγαν κατά πολύ τα έσοδα από την πώληση του χαρτιού.
Στην αποτυχία δένεσαι ακόμα περισσότερο. Και δεθήκαμε με τον Ευθύμη ακόμα πιο πολύ. Και με το μεσσιανικό αίσθημα που διακρίνει κάθε καλό αριστερό, εκτιμήσαμε ότι υπάρχει πολιτικό κενό στο χώρο της οικοαριστεράς και κάναμε το βήμα μαζί με τον αξέχαστο Νίκο Καίσαρη για τη συγκρότηση της «Πράσινης Αριστεράς». Συζητήσεις, δημόσιες εκδηλώσεις, συνεντεύξεις στην «Αυγή» και αρθρογραφία στο «Δαίμωνα της Οικολογίας». Τον είχε πιστέψει τον «Δαίμωνα» ο Ευθύμης. Τον στήριξε με την παρουσία του και τις ιδέες του. Το εγχείρημα «Πράσινη Αριστερά» τελείωσε γρήγορα. Η πλειοψηφεία με δημόσια δήλωσή της εντάχθηκε στον «Συνασπισμό».
Και μετά χάσαμε τον Καίσαρη. Δεν ήταν ότι μείναμε λιγότεροι. Ήταν ότι ο Νίκος ήταν κάτι σαν ατμομηχανή. Μας έβαζε σε κίνηση. Στο Σεμινάριο για την «Πολιτική Οικολογία στην Ελλάδα» που έγινε στη Σύρο, η ατμόσφαιρα βάραινε από την απώλεια του Νίκου.
Και μετά ήλθαν οι Συναντήσεις στην Ελάτη για την «Κριτική Επιστήμη και Εκπαίδευση». Ψυχή των συζητήσεων ο Ευθύμης. Πάντα με ένα μεγάλο κύκλο νέων μεταπτυχιακών γύρω του, να τον ρωτάνε συνεχώς για την Περιβαλλοντική Ηθική και την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και να κρέμονται από τα λόγια του. Και ο Ευθύμης να απαντά με τη χαρακτηριστική του απλότητα. Και για την νέα γενιά ήταν ο δάσκαλος. Με τις ιδέες που δεν πάλιωσαν ποτέ, με τη ζωντάνια ενός έφηβου.
Και όχι μόνο στην Ελάτη, σε κάθε Συνέδριο και Σεμινάριο που οργανώσαμε τα ταλευταία χρόνια για την Ιστορία, τη Φιλοσοφία και τη Διδακτική, ο Ευθύμης ήταν εκεί. Παρών στην Επιστημονική Επιτροπή, ως προσκεκλημένος ομιλητής, ως συζητητής. Πάντα εύστοχος, πάντα διεισδυτικός στις παρατηρήσεις του, πάντα με τις ερωτήσεις του να δείχνει καινούργιους δρόμους.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Και στην εξέγερση του Δεκέμβρη, ο Ευθύμης κάθε μέρα ήταν μαζί μας στο δρόμο. Και στις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις ενάντια στα πρώτα μνημόνια, και στο Σύνταγμα ο Ευθύμης ήταν εκεί...ακόμα και όταν ήταν καταβεβλημένος από τις θεραπείες.
Ποτέ δεν ήταν ο διαννοούμενος της καρέκλας, του διαδρόμου των υπουργείων. Ήταν «οργανικός διαννοούμενος» της τάξης που υποστήριζε για την αλλαγή της κοινωνίας. Δεν τον χώραγαν οι τοίχοι του γραφείου ακόμα και του δικού του.
Όταν συνταξιοδοτήθηκε, είχε το δικό του γραφείο στους χώρους του Εργαστηρίου που έχω την ευθύνη. Λίγες φορές ήλθε για να καθήσει. Πάντοτε έφερνε κόσμο να γνωριστούμε. Τα παιδιά από τη Φωκίδα, τα παιδιά από την Καλλιθέα, τα παιδιά που έβγαλαν αυτό το βιβλίο, τα παιδιά από την τάδε επιτροπή.
Δεν τον χώραγε ο τόπος, ήταν ο πολίτης της πόλης, μάλλον ο πολίτης όλης της γης.
Και υπάρχουν κι άλλα, πιο προσωπικά. Οι επισκέψεις μας στην Ερατεινή, η φιλοξενία μας στο χωριό, οι ταβέρνες μας, οι εκδρομές μας, η επίσκεψη στη Ζάκυνθο που δεν έγινε ποτέ... και πιο πολύ οι συζητήσεις μας για τις προσωπικές μας αγωνίες, για τις συμπεριφορές φίλων που μας στενοχώρησαν...
...και οι συζητήσεις μας όταν τον χτύπησε η ύπουλη αρρώστεια...και την πάλευε όπως μόνος αυτός ήξερε να το κάνει.
Όταν μου ζήτησε η Άννα να γράψω για τον Ευθύμη, μου ανέβηκε κόμπος στο λαιμό. Δεν ήταν εύκολο. Δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμα ότι ο Ευθύμης έφυγε...πιστεύω ότι κάπου λείπει και θα ξαναγυρίσει. Και θα τον δω να ανοίγει την πόρτα του γραφείου όπως τον τελευταίο καιρό, με γρήγορες κινήσεις και πλατύ χαμόγελο: «Κωστάκη παράτα τα...πάμε έξω...έχουμε να συζητήσουμε».
Μου λείπεις φίλε μου και σύντροφέ μου Ευθύμη!!
     

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

After the Taksim revolt: A balance sheet


1. Fundamental questions posed by the Taksim revolt

During the past months we have witnessed the heroic struggle of the Turkish people not only in Taksim Square and Ankara but all over the country. An uprising that was part of a new historical revolutionary cycle that started in the French suburbs back in 2005 and continued with December 2008 in Greece, the Arab Spring, the workers' struggles against austerity in a series of Southern European countries, the uprising of the British urban proletariat in 2011.
The speed at which the revolt in Turkey has developed, from an apparently minor issue into a national mass movement against the government, also reflects the enormously turbulent period we live in globally. The Arab Spring and the massive protests against austerity cuts in Southern Europe in the last two years certainly had an impact on the consciousness of millions of people in Turkey. The idea that international action and support is the way forward became a motive force as has been exemplified in slogans in the banners of protestors throughout the whole region.
This new period of revolutionary upheavals poses fundamental questions to us, questions of programmatic clarity and also questions of strategy.
It is clear to me that our strategy is focused on the possibility of a permanent general strike as the necessary and sufficient condition that is going to bring not only the overthrow of any bourgeois government but of the capitalist system itself that gives birth to the policies of exploitation and oppression.
The Taksim revolt was in its essence a movement against the neo-liberal Islamist conservatism of AKP suited to ruling in the context of the present crisis of decaying global capitalism.
In the context of the Taksim revolt, we have witnessed the heroic struggle of the poor urban strata, the youth, the various social movements but it is a fact that the organized working class failed to be mobilized and that its political representatives, the left political parties failed to lead the movement. This is the main reason why this heroic uprising was left half way through. The organized working class was absent with the sole exception of DISK and KESK trade unions.
This article is set to analyze the factors affecting the inner state of the class struggle in Turkey with the perspective of drawing conclussions on this and other matters of revolutionary politics globally.
My working hypothesis is that the background of the Taksim revolt was not just issues of democratic rights but deep social and economic issues arising from the prolonged crisis of late capitalism.
How a revolt could happen in an economy which has consistently registered very high rates of economic growth and in which GDP per capita has more than trebled in the ten years of the AKP government?
Why the working class organizations (both trade unions and political parties) failed to intervene and lead the insurgent masses by transforming issues of democratic rights to anticapitalist policies? It is therefore very important to discuss the condition of the working class in the country ie. the actual strength in numbers, the level of organization, the level of militancy and in the last analysis the balance of forces between reformists and revolutionaries in the working class.
I certainly hope that such a discussion can trigger a debate on this and other questions of revolutionary strategy globally.

2. The economic and social background of the revolt

The issue of the building of a shopping mall in Gezi Park was not just a question of “a few trees” as Erdogan put it. Taksim Square has an historic significance for the Turkish left and trade union movement. It was here that a huge demonstration of half a million people on May Day 1977 was attacked by paramilitary gangs and the security forces, who killed 42 and injuring hundreds. The return of the May Day demonstration to Taksim Square and the punishment and trial of those responsible for the killing has become a cause of enormous symbolic importance for the left and trade union movement in Turkey.
There is more to it. The official plan of the municipality is to build a reconstruction of the Ottoman Empire Taksim Military barracks which would house the shopping mall. This is seen as part of the AKP agenda to reclaim the ancient grandeur of Turkey. Few months ago, it was announced that a planned third bridge over the Bosphorus is going to be name after Sultan Selim I. All this reclaiming of the legacy of the Ottoman Empire is deeply offensive to many who are attached to the secular tradition of the bourgeois national movement of Ataturk, on which the modern Turkish republic was founded.
But this is not just a religious vs. secular issue either. The planned shopping mall in Taksim has come to symbolize the type of speculative urban development model on which the economic growth during the AKP government has been based upon. Opposition to the gentrification of whole areas of the city, the pushing out of working class people to the outskirts of the capital, the shoddy construction deals going to cronies of the ruling party, the glaring contradiction between the luxury homes of the millionaires and the shanty towns where the recently arrived workers from Anatolia live was all concentrated in the struggle against the bulldozing of Gezi Park to make room for yet another shopping mall. A speculative building boom was in fact a key element of the sustained economic growth which Turkey experienced for the best part of ten years.
There are also of course, issues of democratic and civil rights. For ten years the AKP has ruled with an iron hand, arresting independent and critical journalists, censoring the media, using repression and arrests against the trade union movement, etc. This has been combined with a creeping assault on the secular character of the state.
Many of these things were passively accepted, or at least did not provoke a mass movement up until now, as the economy was growing. It was mainly on the basis of this economic growth that the AKP solidified its electoral support, which went from 34% in 2002, to nearly 50% in 2011.
On the surface, the AKP had achieved very impressive rates of growth. Between 2002 and 2011, the Turkish economy grew by an average rate of 7.5 percent annually. Average per capita income rose from $2,800 U.S. in 2001 to around $10,000 U.S. in 2011. The economy was hit by the global crisis of capitalism in 2008/09, but recovered quickly with strong rates of growth of 9% and 8.5% in 2010 and 2011.
However, quite a lot of this growth was based on a massive influx of foreign direct investment, attracted by a program of wholesale privatisation of public assets, which meant the country accumulated a massive foreign debt. Between 2008 and 2012, the GDP grew by $44 billion, but at the same time the country accumulated a massive foreign debt of $55 billion.
While Turkey benefited from trade agreements with the European Union, the crisis in Europe has forced it to pursue a more aggressive political, trade and diplomatic offensive in the Middle East and North Africa in recent years. Behaving like a regional imperialist power, Turkey has attempted to secure markets and spheres of influence in the whole region by linking up with the newly established Muslim governments of Tunisia and Egypt, building strong links with the Kurdish Regional Government in Northern Iraq and becoming actively involved in supporting the Free Syrian Army rebels against the Assad regime.
All the factors that created the economic miracle are now turning into their opposite in the last year. GDP growth has dramatically slowed down to an almost standstill. The rate of growth for 2012 was just 2.2%, with domestic private consumption contracting 0.8% in the last quarter.
The headline figures of economic growth in reality were hiding a persistent and deep divide between the rich and the poor. In 2011, when GDP grew by 8.5%, the richest 20 percent of the population held almost half of national income while the poorest 20 percent had just 6 percent. Despite the economic growth of the last decade, Turkey is the third most unequal country in the OECD.
The glaring contradictions between the wealthy elite and the majority of the population are exemplified by a tax system in which indirect taxation represents 2/3 of revenue hitting working people and the poor hardest. Even indirect taxes are skewed in favour of the wealthy, with the general sales tax at 18%, while it is a mere 8% for caviar and 0% for some precious stones.
The unemployment rate has remained at around 9% throughout this period, and the official figures grossly underestimate the situation in which many have ceased looking for a job altogether. Youth unemployment amongst university graduates is around 30%. The official figure for people living below the poverty line is 16%.
These social inequalities were contained by a general improvement in living standards, while at the same time the economic growth created expectations which could not be met. Now that economic growth is slowing down sharply, all the contradictions have come to the fore.
It is this combination of democratic issues and social inequalities which exploded in this massive movement against Erdogan which has taken everyone by surprise.

3. The condition of the working class in Turkey

According to the official statistics the Turkish workforce numbers 24 million with an annual growth rate of 3,8%. The agricultural sector comprises of 5.5 million, the manufacturing sector (where the majority of the industrial working class is concentrated) is 3.5 million while education workers amount to a good 1 million.
The rate of labour force participation (those working or actively looking for work as a percentage of the entire working age population) is around 45% compared to over 70% in the EU. This means that the ratio of workers to the entire working population, when the self employed and unpaid family workers are taken into consideration, is relatively low.
Small and medium sized enterprises (SMEs) are particularly important for the Turkish economy: firms with less than ten employees accounting for nearly 60% (EU average = 30%) of all workers and their owners often seen as more anti-union than the managers of larger firms.
According to Turkish legislation, trade unions are allowed to recruit members only among registered workers, that means that the number of workers that can be unionized is much lower that the actual number of the total workforce (the 24 million).
For workers there are three main trade union confederations in Turkey: TÜRK- İŞ, HAK-İŞ and DİSK, all of which are members of the European Trade Union Confederation. The DISK confederation is the leftwing one, the other two can be classified as rightwing or reformist. As can be seen from Table-1 below, the largest of these, TÜRK- İŞ which had just over two million members in 2005 has increased to just over two and a quarter million members in 2009, with 33 affiliated unions. HAK-İŞ had nearly 370,000 members in 2005 and has seen its membership increase to 431,000 members in 2009, with 7 affiliated unions. DISK had almost 400,000 in 2005 and has also seen an increase in membership to just over 426,000 members in 2009, with 17 affiliated unions.
Of the overall figure for membership in 2009 17% were women. The sectors with the highest number of trade union members in 2009 were metal and textiles, followed by general services and the food industry. The sector with the most women union members is the textile industry.

Table 1: Official Membership Figures in 2009

Confederation Number of members Number of unions
TÜRK-İŞ 2,239,341                           33
HAK-İŞ            431,550                             7
DİSK            426,232                           17
Independent    135,556                           37
Grand total 3,232,679                            –

Source: Ministry of Labour and Social Security (MLSS), January 2009 Statistics, Official Gazette, no 27113.

These official statistics give a high figure for union density of just under 60%. This figure may well be conditioned by the fact that there is a difference between legal membership and real membership, given that a worker who becomes temporarily unemployed may still remain a member of his or her union.
Moreover, the total number of workers eligible to be union members is just over 5 million, significantly lower than the 24 million mentioned above in the figures concerning total employment.
For civil servants there are three main confederations: Türkiye Kamu Çalişanlari Sendikalari Konfederasyonu (Türkiye KAMU-SEN), Memur Sendikalari Konfederasyonu (MEMUR-SEN); and Kamu Emekçileri Sendikalari Konfederasyonu (KESK) – KESK is the only organisation affiliated to the ETUC.
In 2009 MEMUR-SEN had 515,000 members, Türkiye KAMU-SEN had 395,000 members and KESK had 232,000 (Details can be seen in Table 2). Of the overall figure for membership in 2009 approximately 30% were women. The sector with by far the highest number of trade union members in 2009 was education, instruction and science, followed by health and social services.

Table 2: Official Membership Figures for Public Servants’ Unions
Confederation                    Membership
KESK                                 232,083
TÜRKİYE KAMU-SEN 394,497
MEMUR-SEN                 515,378
BASK                                     3,627
BİRLEŞİK KAMU İŞ           26,422
HAK-SEN                            3,499
DESK                                   4,146
INDEPENDENT                 15,450
Grand total                    1,195,102
Number of public servants 1,874,543
Unionization rate              63.75 %

Turkish trade unions suffer from two persistent problems that impede their organising in any sustained way. First, Turkey's restrictive trade-union legislation, criticized repeatedly as contradicting international conventions on labour rights, has made it difficult for unions to obtain legal recognition. Second, employers use various tactics to discourage unionisation, including intimidation, harassment and dismissals of union members, which often go unpunished. Recent legal amendments covering public servants’ unions and proposed draft legislation for workers’ trade unions fall well short of enhancing democratic freedom and guaranteeing the right to organise.
Despite attempts to increase their public visibility and voice demands, the political influence and social acceptance of Turkish trade unions remain limited. According to the European Trade Union Confederation Report the real unionisation rate is estimated to be 8.9 percent of the entire workforce.
Despite structural constraints, trade unions still have the potential to increase membership. Some trade unions have been able to grow over the last decade by organising in multinational companies with the help of global pressure. Others have focused their energy on organising subcontracted workers in the context of an increasingly precarious, flexible and informal labour market promoted.
Trade-union leadership and decision-making structures remain hierarchical and do not give enough voice to shop stewards and local branches. Women and young workers are under-represented.

4. The political representation of the working class – the Left political parties

The Taksim movement lacked a political leadership. In other words, no political organization in Turkey was ready to lead such a massive movement with a wide social base.
The main opposition party that supports the movement against Erdogan’s AKP is the CHP (Republican People’s Party); this is a bourgeois party. The CHP was concerned about the protests posing a challenge to capitalist rule. This was the worry when the Istanbul Stock Market crashed, following the flight of short term foreign capital. CHP softened its rhetoric and joined the chorus warning the masses against ’marginal groups’ and ‘provocations’. Nevertheless, CHP leadership did not fully control the militants in its rank and file.
The Left in Turkey embodies a strong secular outlook. There has long been a tendency to equate secularism with Kemalist elitism and anti-democratic militarism. The Left has been a defender of the Republic with the Kemalists but against their authoritarian tendencies - and has hard feelings with anyone connected to the coups which resulted in decimations of the Left in the 1980s. Some segments of CHP and the ex-Maoist Workers’ Party raise pro-military and Kemalist slogans to appeal to secular people but they failed. The emergence of the liberation theology of Anticapitalist Muslims and their participation in the protest make the issue of secularism more complicated. A clear-cut border line is difficult to be drawn.
It has been, and still is, an important prerequisite for the success of any left movement in Turkey to acquire political independence from the Kemalists.
The banners of ODP (Freedom and Solidarity Party), EMEP (Labour Party), TKP (Turkish Communist Party) and the other left organizations decorated Taksim Square, displacing commercial signs. However, these parties are small and they are far from leading the movement. In numerical terms, the largest left party is TKP. Like its sister party in Greece, the KKE, TKP followed a sectarian path until the revolt. For example, when thousands were fighting with the brutal police to try to gather in Taksim Square, the TKP held its own May Day rally in a different square. TKP militants later joined the masses. This illustrates an historical tendency for the rise of mass movements to marginalize sectarianism.
Revolutionary Left militants were more vocal then ever. They felt less isolated as millions join them in chanting their slogans against the AKP’s authoritarianism. For many people, this was their first political action and they were receptive to new revolutionary ideas.
The Left in Turkey is divided along ethnic lines (Turkish, Kurdish); that was an obstacle for the success of the revolt. The nationally oppressed Kurdish people are familiar with huge protests. However, while many young Kurdish people were in the protests, the leadership of the Kurdish national movement did not actively support the revolt. That leadership could mobilize over a million people, in Istanbul alone, and could easily spread the movement to the cities of Eastern Turkey. But it was reluctant because it negotiated a so-called the ‘peace process’, ending the armed struggle in exchange for a series of democratic reforms concerning Kurdish national identity. Thus it has been an important task to link the Kurdish movement and its leadership to the revolt.
All the internal divisions and programmatic inadequacies have made the Left to present a program whose focus has been on defending the democratic constitution, liberal democratic civil rights, ending unlawful and "legalized" police action, and fight and organize for the next election in order to deepen the liberal democratic turn for women's and LGBT rights, the right to abortion etc., and so on in the face of Erdogan's current antidemocratic turn. That was clearly a reformist program without any reference for equality on the distribution of wealth in the country.

5. The need for a mass revolutionary working class party

The above analysis exemplifies that during the revolt the working class did not have the organizational and political strength to intervene and transform the revolt into a revolution.
My own sense is that this popular uprising underlines the urgent need for independent working class politics, for the creation of a revolutionary mass working class party in Turkey.  If the working class had its independent and organized political voice, this revolt could grow enormously and effectively to challenge the rule of capital.
Turkey is already a different place than when my plane landed at Istanbul’s Airport last May for the 3rd International Critical Education Conference. But such upheavals require a revolutionary leadership equipped with the knowledge of history, and the experience of social movements, and a concrete program and strategy, in order to claim political power and abolish capitalism. Such a party should be built in the course of the revolts, because during a revolt the consciousness of the people develops abruptly and the historic time is accelerated and the material conditions mature and become favourable to build the necessary party capable of uniting protesters around radical demands and leading them forward with correct tactics and a revolutionary strategy for power.
Once more, the crisis of the human civilization is proved to be a crisis of revolutionary leadership of the working class!

---------------------------------------------
This article will be translated in Turkish and published in a volume edited by Dr. Kemal Inal







Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Η ιστορική συγκυρία στην Ελλάδα είναι ένα εκκρεμές που ταλαντώνεται μεταξύ Σαντιάγο και Βαϊμάρης (Συνέντευξη στο περιοδικό «Μαρξιστική Σκέψη», Νο 9)


ΕΡ. Τον Ιούνιο του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε οριακά να αναδειχτεί πρώτο κόμμα, σήμερα όμως είναι διάχυτη η εντύπωση ότι θα υπερισχύσει στις επόμενες εκλογές και θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Για τον απλό κόσμο που πλήττεται από την κρίση αυτό αποτελεί μια ελπίδα και ένα βήμα εμπρός. Ποιοι όμως είναι οι όροι ώστε αυτό το βήμα να μη μείνει μετέωρο και να οδηγήσει σε ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές;

ΑΠ.: Καταρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Για παράδειγμα, είναι άλλο πράγμα η «κυβέρνηση» και άλλο πράγμα η «εξουσία». Η κυβέρνηση είναι στην ουσία διαχείριση ενός υπάρχοντος συστήματος, για να γίνουν ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές πρέπει να έχεις την εξουσία. Το κράτος είναι κομβικό σημείο. Η στάση απέναντι στο κράτος είναι κριτήριο που οριοθετεί την επαναστατική πολιτική από το ρεφορμισμό.
Η οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή (πχ., εθνικοποίηση τραπεζών, έλεγχος του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, εργατικός έλεγχος στην παραγωγή) απαιτεί (για μια μεταβατική περίοδο τουλάχιστον) μια διαφορετικού τύπου κεντρική εξουσία που δεν στήνεται πάνω στο αστικό κράτος αλλά προκύπτει μέσα από τις μορφές αυτο-οργάνωσης των εργαζομένων.
Μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ή μια «αριστερή κυβέρνηση», όπως το σύνθημα που ρίχτηκε στις περασμένες εκλογές, θα κινηθεί μέσα στο πλαίσιο του αστικού κράτους και των δομών του.
Βέβαια, αυτό που επιδιώκει η πλειοψηφία που διαμορφώθηκε στο πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, είναι μια πολιτική που σαφώς θα κινείται στον άξονα του αστικού κράτους. Οι μεταρρυθμίσεις που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αγγίζουν τις σχέσεις παραγωγής, αλλά αποτελούν μια εναλλακτική διαχείριση των επιπτώσεων της κρίσης, προφανώς με ελάφρυνση των λαϊκών στρωμάτων, δηλαδή κάτι που θα μπορούσε να κάνει ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα αν η σοσιαλδημοκρατία δεν είχε υποστεί τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη των τελευταίων χρόνων.
Για να το κάνω ξεκάθαρο, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να σπρωχτεί σε ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές μόνο από ένα μαζικό εργατικό κίνημα σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

ΕΡ.: Ας επιμείνουμε λίγο στο ζήτημα των όρων. Ένα πρώτο θέμα είναι ότι για να σχηματιστεί η κυβέρνηση της Αριστεράς θα χρειαστεί λογικά τη στήριξη και κάποιων άλλων δυνάμεων εκτός του ΣΥΡΙΖΑ. Ποιες μπορεί να είναι αυτές, με δεδομένη την άρνηση του ΚΚΕ;

ΑΠ.: Από ό,τι διαφαίνεται σήμερα, οι άλλες πολιτικές δυνάμεις εκτός ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και πολύ πιθανόν μια ΔΗΜΑΡ που στο όνομα της «εθνικής σωτηρίας» και της «ανάγκης να κυβερνηθεί η χώρα» θα προσπαθήσει να αγκιστρωθεί ξανά σε μια κυβέρνηση για να μη χάσουν τις θέσεις τους τα στελέχη της στον κρατικό μηχανισμό. Με δεδομένη λοιπόν την άρνηση του ΚΚΕ, μόνο ένα τέτοιο συνδυασμό μπορώ να φανταστώ σήμερα. Βέβαια, να τονίσω ότι δεν θέλω να μπω σε μια σεναριολογία, ούτε σε λογιστικές αλχημείες για κυβερνητικές πλειοψηφίες. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι αυτό το μείζον. Αυτό που περιέγραψα παραπάνω δεν είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Είναι μια κυβερνητική συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με δύο αστικά κόμματα. Θεωρώ ότι το νοητικό σχήμα «κυβέρνηση της Αριστεράς» μπορεί να πραγματωθεί μόνο με αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, υπό τις σημερινές συνθήκες πάντα.

ΕΡ.: Υπάρχει βέβαια το καίριο ζήτημα των κοινωνικών όρων επιτυχίας μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Ποιοι είναι οι μίνιμουμ αναγκαίοι μετασχηματισμοί ώστε να μην καταλήξει σε απλή κυβερνητική εναλλαγή; Αναφερόμαστε σε όλα τα πεδία, οικονομία, κράτος, νομοθεσία, κοινωνία. Και πάντα με δεδομένο ότι η κοινωνική αποδιάρθρωση επιδεινώνεται δραματικά, επομένως δεν αρκούν κάποιες οριακές αλλαγές…

ΑΠ.: Θα ήθελα να επισημάνω το εξής: ο όρος «κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν έχει ταξικό ανάλογο. Η όποια κυβέρνηση χαρακτηρίζεται ως «αστική» ή «εργατική» ανάλογα με τα συμφέροντα της τάξης που εκπροσωπεί. Κατά την άποψή μου, αν μια κυβέρνηση προωθεί μια πολιτική που έχει στόχο να περάσουν τα μέσα παραγωγής στον έλεγχο της εργατικής τάξης, μια πολιτική εργατικού ελέγχου δηλαδή, είναι μια «εργατική» κυβέρνηση. Η κυβέρνηση που δεν θίγει το καθεστώς ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής είναι μια «αστική κυβέρνηση» και αυτό ανεξάρτητα από τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που προτίθεται να κάνει στην παιδεία, στην υγεία, στο ασφαλιστικό, στον κατώτερο μισθό κλπ.
Να τονίσω δε ότι σαφώς είναι προτιμητέα μια «αστική κυβέρνηση» με δημοκρατικές και κοινωνικές ευαισθησίες που εν μέρει μπορεί να εδράζονται στις αγκυρώσεις που μπορεί να έχει στα λαϊκά στρώματα, παρά μιά «αστική κυβέρνηση» λιτότητας, καταστολής και κοινωνικής αναλγησίας.
Αν μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» απλώς θα διαχειριστεί το σύστημα με κοινωνική ευαισθησία ή θα μετεξελιχθεί σε κυβέρνηση των εργαζομένων (σε εργατική κυβέρνηση δηλαδή) αυτό θα εξαρτηθεί από τον ταξικό συσχετισμό στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Μόνο ένα μαζικό εργατικό κίνημα σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση θα μπορέσει να σπρώξει τον ΣΥΡΙΖΑ (ή την κυβέρνησή του) να υιοθετήσει μιά πολιτική με στόχο τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή.
Όσο δυνατότερο και μαζικότερο είναι το αντικαπιταλιστικό κίνημα τόσο περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ θα ωθείται να εφαρμόζει τολμηρότερες πολιτικές προς όφελος των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.
Κατά την άποψή μου, το κίνημα από τα κάτω θα πρέπει να επιβάλει την πολιτική του. Μια πολιτική μεταβατικών αιτημάτων στην οικονομία:
Ακύρωση όλων των Μνημονίων και Δανειακών Συμβάσεων με ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ, κατάργηση όλων των μέτρων που συνδέονται με αυτές.
Άμεση παύση πληρωμών προς τους πιστωτές και μονομερή διαγραφή ολόκληρου του δημόσιου χρέους.
Εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο όλων των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων.
Προστασία των ανέργων, απαγόρευση απολύσεων, αυξήσεις μισθών, συντάξεων και επιδομάτων ανεργίας, μείωση χρόνου εργασίας, σταθερή δουλειά για όλους, το κύριο βάρος των φόρων να επιβληθεί στο κεφάλαιο και τον συσσωρευμένο πλούτο.
Δημόσια δωρεάν υγεία. Εθνικοποίηση των ιδιωτικών μονάδων υγείας και κοινωνικής πρόνοιας.
Και στην κοινωνία:
Αποκατάσταση και διεύρυνση των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και των κατακτήσεων της εργατικής τάξης και των εργαζομένων.
Σταμάτημα των αντιμεταναστευτικών πογκρόμ, νομιμοποίηση των μεταναστών/ριών, πλήρη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα στους/στις μετανάστες/ριες.
Κατάργηση των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας που χρησιμοποιούνται απέναντι στο λαϊκό κίνημα.
Υιοθέτηση πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας.
προώθηση πολιτικών για τη χρήση ήπιων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε ευρεία κλίμακα.
έλεγχο στην παραγωγή τροφίμων και προϊόντων διατροφής γενικότερα.
Μια τέτοια λογική μεταβατικού προγράμματος θα πρέπει να είναι κυρίαρχη.

ΕΡ.: Η πολιτική των μνημονίων είναι στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, αφού χωρίς την ανατροπή της δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Αναδιαπραγμάτευση, παύση πληρωμών, μέσα ή έξω από το ευρώ, μονομερείς ή μη ενέργειες, έχουν γίνει καθημερινές έννοιες. Ωστόσο, η συζήτηση διεξάγεται συχνά από μια στατική αφετηρία. Ας επιχειρήσουμε μια διαφορετική τοποθέτηση: πότε, σε ποιες συνθήκες, με ποιους όρους μπορεί να συμβεί το ένα και πότε θα γίνει απαραίτητο το άλλο;

ΑΠ.: Θα μιλήσω για το κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να γίνει εφικτή μια πολιτική που υποστηρίζει την ακύρωση όλων των Μνημονίων και Δανειακών Συμβάσεων, την άμεση παύση πληρωμών προς τους πιστωτές και τη μονομερή διαγραφή του δημόσιου χρέους.
Έχω ήδη θεωρήσει απαραίτητη την ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα και δεν θα επανέλθω. Για τους αντικειμενικούς όρους επιτυχίας μιας τέτοιας πολιτικής θεωρώ ότι είναι απαραίτητη η έξοδος από το Ευρώ και την Ευρωσυνθήκη.
Η έξοδος από το ευρώ είναι απαραίτητη, προκειμένου να υλοποιηθεί ο εργατικός έλεγχος στη νομισματική πολιτική, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μεταβατικού προγράμματος. Να σημειώσω, ότι η έξοδος από το ευρώ προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας πολιτικής που στοχεύει στον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή και όχι το αντίθετο.

ΕΡ.: Σήμερα επίσης γίνεται αρκετή συζήτηση για «Σχέδια Β», παραγωγική ανασυγκρότηση, κ.λπ. Έχει η ως τώρα συζήτηση στην Αριστερά αποσαφηνίσει αυτά τα ζητήματα και ποιες είναι, κατά τη γνώμη σας, οι πιο σημαντικές εκκρεμότητες;

ΑΠ.: Θεωρώ ότι η όλη συζήτηση από μερίδα της αριστεράς για «Σχέδια Β», παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας κλπ χάνει ένα βασικό σημείο: ότι η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα της στρεβλής παραγωγικής συγκρότησης της χώρας αλλά είναι μια έκφανση της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Τα οποιαδήποτε σχέδια παραγωγικής ανασυγκρότησης δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας αν δεν λαμβάνουν υπόψη τις εγγενείς αδυναμίες και αντιφάσεις του συστήματος που γεννούν τις κρίσεις. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να συμμετέχει στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, έχω την άποψη ότι λύση τύπου παραγωγικής ανασυγκρότησης σε εθνικό πλαίσιο κινείται σε λάθος κατεύθυνση.

ΕΡ.: Από τις εκλογές του 2012 το ΚΚΕ επιμένει ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα διέφερε ουσιαστικά σε τίποτα από μια κυβέρνηση της ΝΔ και θα ήταν εξίσου επικίνδυνη για τους εργαζόμενους, απορρίπτοντας κάθε κοινή δράση με τις άλλες αριστερές δυνάμεις. Πώς κρίνετε τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ; Υπάρχουν κάποια πραγματικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την ελπίδα πως μπορεί να αλλάξει, και αν όχι πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί; 

ΑΠ.: Ο προσανατολισμός του ΚΚΕ έχει στοιχεία από την τακτική της περιόδου των λαϊκών μετώπων την οποία επιχειρεί να συμβιβάσει με μια τακτική που εμπνέεται από την «τρίτη περίοδο» στη δεκαετία του 1930, όταν διαδοχικά η ανατροπή του καπιταλισμού θεωρούνταν αρχικά άμεσα προ των πυλών, με συνέπεια τη σταλινική γραμμή του σοσιαλφασισμού και κατόπιν θεωρούνταν ανεπίκαιρο ακόμη και το παραμικρό προχώρημα πέρα από την αστική δημοκρατία. Ωστόσο ο προσανατολισμός του ΚΚΕ δεν είναι επανάληψη της τακτικής της Κομιντέρν τη δεκαετία του ’30. Πολύ δε περισσότερο η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «νεοτροτσκιστική», όπως γίνεται σήμερα συχνά από την εσωτερική αντιπολίτευση του ΚΚΕ στον προσυνεδριακό του διάλογο. Αυτό είναι μια γελοιότητα.
Η στρατηγική του ΚΚΕ είναι αυτή της διατήρησης των κομματικών δυνάμεων σε μια περίοδο που οι συνθήκες δεν χαρακτηρίζονται ευνοϊκές και ταυτόχρονα μια προσπάθεια αέναης συσσώρευσης των όρων για να καταστεί ξανά επίκαιρο το όραμα του σοσιαλισμού.
Αυτή η στρατηγική είναι καταστροφική για την ανασυγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου σ’ όλα τα επίπεδα (θεωρητικό, πολιτικό, συνδικαλιστικό, κ.ά.). Υποτάσσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στα στενά συμφέροντα της γραφειοκρατικής ομάδας που διοικεί το κόμμα. Είναι μια στρατηγική συμπληρωματική με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που συνίσταται στην απουσία οποιασδήποτε συγκεκριμένης πολιτικής ρήξης με το καπιταλιστικό σύστημα.
Θεωρώ ότι είναι λάθος η κριτική στον σεκταρισμό της ηγεσίας του ΚΚΕ να καταλήγει στην υιοθέτηση και προβολή σχημάτων παλιότερων εποχών, όπως το «αντιμονοπωλιακό μέτωπο», όπως αναδεικνύεται από την πολιτική που εκφράζει το Μέτωπο του Αλαβάνου, το Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού αλλά και που βρίσκει χώρο και μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το σχήμα περί Αριστερού Ριζοσπαστικού Μετώπου.
Πιστεύω ότι χρειάζεται μια μεθοδική κριτική στην τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ που θα συνοδεύεται ταυτόχρονα από μια συστηματική απεύθυνση στη βάση, στους αγωνιστές του ΚΚΕ. Αλλά η κριτική στο σεκταρισμό, δεν θα πρέπει να είναι η ίδια σεκταριστική. Θα πρέπει να προτάσει την υιοθέτηση της τακτικής του ενιαίου μετώπου των οργανώσεων της εργατικής τάξης, της λογικής του μεταβατικού προγράμματος και της ουσίας της εργατικής δημοκρατίας στην κατεύθυνση της οικοδόμησης ενός ταξικά αυτόνομου συνδικαλιστικού κινήματος και ενός μαζικού επαναστατικού εργατικού κόμματος που θα συσπειρώνει την πλειοψηφία της τάξης.

ΕΡ.: Ενώ φυσικά δεν συμφωνούμε ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα ήταν το ίδιο με της ΝΔ, θα υπάρξει ο κίνδυνος να κάνει υπερβολικούς συμβιβασμούς και/ή να έχει παρόμοια τύχη με την κυβέρνηση του Αλιέντε. Πολύ περισσότερο όταν είναι βέβαιο ότι θα ασκηθούν αφόρητες πιέσεις από τη μεριά του διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι μας διδάσκει το παρελθόν σχετικά με αυτούς τους κινδύνους;

ΑΠ.: Το παρελθόν της Χιλής του Αλιέντε διδάσκει ότι το ΜΙΡ (Movimiento de Izquierda Revolucionaria, η αντικαπιταλιστική Αριστερά της Χιλής) είχε απόλυτο δίκιο. Βέβαια, ποτέ η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Έχω την αίσθηση, ότι η ιστορική συγκυρία στην Ελλάδα είναι ένα εκκρεμές που ταλαντώνεται μεταξύ Σαντιάγο και Βαϊμάρης.
Σε κάθε περίπτωση, για να αποφευχθούν τα ίδια λάθη της Χιλής, η όποια «κυβέρνηση της Αριστεράς» (όσο αντιφατικός κι αν είναι αυτός ο όρος) θα πρέπει να στηριχτεί πάνω στην οργάνωση του ίδιου του εργατικού κινήματος. Θα πρέπει να αναζωογονηθούν και να βαθύνουν οι δομές αυτοοργάνωσης που εμφανίστηκαν έστω εμβρυακά στην διάρκεια των αντιμνημονιακών αγώνων των προηγούμενων ετών.
Η όποια «κυβέρνηση της Αριστεράς» θα πρέπει να στηριχτεί στις λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές και στις γενικές συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς όπου θα συζητηθεί και θα εγκριθεί ένα μεταβατικό πρόγραμμα εξουσίας και φυσικά θα αποφασιστεί και ο τρόπος με τον οποίο το ίδιο το κίνημα από τα κάτω θα το εφαρμόσει.

ΕΡ. Στο ίδιο θέμα της κυβέρνησης της Αριστεράς διατυπώνονται κριτικές και από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, βασικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θα σημειώσουμε εδώ μερικές. Μια πρώτη είναι ότι η προοπτική ανόδου στην κυβέρνηση συνοδεύεται από μια διαρκή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς πιο δεξιές θέσεις και θεσμικές προσαρμογές στα πλαίσια του συστήματος. Αυτό θα αποξενώσει τους εργαζόμενους, οδηγώντας σε ένα συνολικό συμβιβασμό με το κατεστημένο.

ΑΠ.: Αυτό ισχύει. Παράδειγμα η συμμαχία με τον Καμμένο.

ΕΡ.: Μια δεύτερη αντίρρηση είναι ότι όπου επιχειρήθηκε να ανατραπεί κοινοβουλευτικά ο καπιταλισμός ή έστω να εμποδιστεί έτσι ο φασισμός, τα σχετικά εγχειρήματα απέτυχαν. Κλασικά παραδείγματα η Χιλή του Αλιέντε και το Λαϊκό Μέτωπο στην Ισπανία. Υπάρχει, βέβαια, και η πρόσφατη εμπειρία της Βενεζουέλας, όπου ριζοσπαστικές αλλαγές στηρίχτηκαν και κοινοβουλευτικά. Πώς μπορεί να δούμε τη σχέση «κοινοβουλευτικού» και «εξωκοινοβουλευτικού», ή πιο γενικά, τη σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης στην εποχή μας; 

Απ.: Θα επαναλάβω ότι το κριτήριο οριοθέτησης από το ρεφορμισμό αποτελεί η θεωρία για το κράτος. Οι ρεφορμιστές έχουν την αυταπάτη ότι το αστικό κράτος μπορεί να ουδετεροποιηθεί. Δεν ισχύει αυτό. Αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι αυτό από μόνο του, όσο και αν αποτελεί προϋπόθεση, δεν είναι αρκετό.
Πολλές φορές αναφέρομαι σε μια ιστορική εμπειρία που έζησα μέσα από τις επιτροπές αλληλεγγύης στη Σαντινιστική Επανάσταση. Εκεί το κράτος άλλαξε. Υπήρχε Σαντινιστική αστυνομία και Σαντινιστικός στρατός. Δεν ήταν αυτό όμως αρκετό. Έλειπε η πολιτική του εργατικού ελέγχου. Η πολιτική απέναντι στην ατομική ιδιοκτησία. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες δεν πειράχτηκαν. Διατηρούσαν τις ιδιοκτησίες τους, τις εφημερίδες τους, τα διάφορα άλλα προνόμια που είχαν. Η αναδιανομή της γης που έγινε δεν έφτανε. Το αποτέλεσμα το ξέρουμε.

ΕΡ.: Μια τρίτη αντίρρηση αφορά την αναγκαιότητα του εργατικού ελέγχου και της έναρξης μιας και προγραμματικά αποτυπωμένης διαδικασίας μετάβασης στο σοσιαλισμό. Υποστηρίζεται ότι χωρίς αυτό, ακόμη και η πιο ριζοσπαστική εκδοχή της αριστερής διακυβέρνησης, με έξοδο από το ευρώ, κ.λπ., θα οδηγηθεί μοιραία σε αδιέξοδο. Πόσο μάλλον η παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ…

ΑΠ.: Συμφωνώ. Ανέλυσα παραπάνω ότι η πολιτική για τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή είναι η βασική πολιτική μιας κυβέρνησης που θέλει να υπερασπίσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Δηλαδή μιας κυβέρνησης που διεκδικεί να είναι «εργατική» και όχι «αστική».
Μια τέτοια πολιτική εκ των πραγμάτων, εφαρμόζοντας τον εργατικό έλεγχο και στη νομισματική πολιτική θα προσανατολιστεί και στην κατάργηση του ευρώ. Η πολιτική της εξόδου από το ευρώ συγκρούεται με μια κεντρική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης μέσω της οποίας ο ελληνικός καπιταλισμός εντάσσεται στη διεθνή ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Από την άλλη δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το νόμισμα είναι μέσο ανταλλαγής, δεν συμπυκνώνει παραγωγικές σχέσεις. Προτεραιότητα είναι η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων.

ΕΡ.: Είναι σαφές ότι οι δυνατότητες προώθησης ριζικών μετασχηματισμών θα εξαρτηθούν πολύ και από τη διεθνή κατάσταση. Για την ώρα δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή, όμως οι συνθήκες αλλάζουν. Μπορεί να γνωρίσουμε σύντομα μια ορμητική άνοδο των κινημάτων, όπως εκείνη στην εποχή των Λαϊκών Μετώπων το 1935; Τι προοπτικές και κίνδυνοι θα υπάρξουν τότε; Πώς βλέπετε γενικότερα το ρόλο των κινημάτων, με βάση τις εμπειρίες των τελευταίων ετών;

Με βάση τα σημερινά δεδομένα, θα έλεγα και της τελευταίας δεκαετίας, η κίνηση της τάξης και η ανάπτυξη των κινημάτων κοινωνικής κριτικής δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της περιόδου. Μεγάλη ευθύνη φέρουν οι ηγεσίες των πιο συγκροτημένων τμημάτων της οργανωμένης εργατικής τάξης που βρίσκεται συγκεντρωμένη στην Ευρώπη.
 Το τελευταίο διάστημα είδαμε την εργατική τάξη να δίνει ηρωικούς αγώνες από τα ανθρακωρυχεία της Αστούριας μέχρι τα αδαμαντωρυχεία της Νότιας Αφρικής και από τις φαβέλες της Λατινικής Αμερικής μέχρι τους δρόμους και τις πλατείες του μεσογειακού Nότου. Αγώνες ηρωικοί σε διάφορα μέρη του κόσμου αλλά χωρίς σύνδεση μεταξύ τους.
Η Λατινική Αμερική δεν τροφοδοτείται από τις εξελίξεις του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη και το αντίστροφο. Οι κοινωνικές αντιστάσεις στην Ελλάδα μοιάζουν να μην μπορούν να διδαχτούν από τις αντίστοιχες αγωνιστικές εμπειρίες του Argentinazo.
Και λίγο γεωγραφικά παρακάτω οι εργατικές τάξεις και η επαναστατημένη νεολαία στο Μαγκρέμπ και την Αίγυπτο φαίνεται να δίνει ένα ηρωικό αλλά απομονωμένο αγώνα κατά της ισλαμικής αντίδρασης και των παλιών καθεστώτων.
Υπάρχει μια μεγάλη διαφοροποίηση στην αγωνιστικότητα ανάμεσα στις εργαζόμενες τάξεις του Νότου και του Βορρά.
Στις κεντρικές ιμπεριαλιστικές χώρες της ΕΕ τα κινήματα, παρά κάποιες σημαντικές αντιστάσεις (π.χ. ασφαλιστική μεταρρύθμιση στη Γαλλία το 2010, κινητοποιήσεις της νεολαίας για τα δίδακτρα στα πανεπιστήμια στη Βρετανία το 2011) και τη διάδοση πέρσι στην εδώ όχθη του Ατλαντικού του αμερικάνικου κινήματος των «καταλήψεων των δρόμων», βρίσκονται σε υποχώρηση και αμηχανία. Τα κινήματα στην Ευρώπη έχουν αποτύχει να συντονιστούν στοιχειωδώς.
Οι προσπάθειες συντονισμού, όπως το εγχείρημα ανασυγκρότησης του Κοινωνικού Φόρουμ στη Φλωρεντία, βρίσκουν ως κοινή βάση συμφωνίας τις πιο συντηρητικές εκδοχές του ευρωπαϊκού κινήματος με μια πλατφόρμα που συνοψίζεται στην πρόταξη του παραδείγματος της FED έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την πράσινη ανάπτυξη και την επιβολή φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.
Η Αριστερά σε πολλές χώρες του ευρωπαϊκού «κέντρου» μοιάζει να υποχωρεί παρά να ενδυναμώνεται. Ακόμη πιο γενικευμένη όμως είναι η κρίση των πιο ριζοσπαστικών και αντικαπιταλιστικών τομέων της Αριστεράς στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ο αντικαπιταλιστικός λόγος εμφανίζεται μειοψηφικός σε αντιδιαστολή με τον κυρίαρχο λόγο των ρεφορμιστικών εργατικών κομμάτων των οποίων ο ορίζοντας παραμένει ιδιαίτερα περιορισμένος.
Γενικώς, θεωρώ ότι η ανάπτυξη των αγώνων και της αριστεράς στην Ευρώπη διανύει μια περίοδο ύφεσης.

ΕΡ.: Προφανώς, οι οικονομικές εξελίξεις θα βαρύνουν επίσης πολύ στην πορεία των γεγονότων. Πρόσφατα αναλυτές όπως ο Σαμίρ Αμίν, ο Άλεξ Καλίνικος κ.ά. έχουν μιλήσει για επερχόμενη αποσταθεροποίηση στην ευρωζώνη. Τι θα συμβεί σε μια καταστροφική επιδείνωση, όπως π.χ. η κατάρρευση της Ιταλίας και/ή της Ισπανίας; Ποια θα είναι τότε η τύχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Πώς μπορούμε να παρέμβουμε στις εξελίξεις και τους μεγάλους διαφαινόμενους κινδύνους, ενόψει και της απειλητικής ανόδου του φασισμού;

Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι μελλοντικές παρεμβάσεις μας θα γίνουν μέσα στο πλαίσιο μιας έντονης επίθεσης του κεφαλαίου στην εργασία, και όσο η επίθεση αυτή δεν ανατρέπεται οι εργαζόμενοι θα συσσωρεύουν μια ψυχολογία ήττας.
Τα μνημόνια έχουν έναν τεράστιο υλικό αντίκτυπο που αλλάζει τα δεδομένα στο βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Ό,τι θεωρούνταν διαχωριστικές γραμμές το 2009, δεν είναι το 2013!
Ακόμη και οι προγραμματικές μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ από τη διαγραφή του χρέους και την καταγγελία του μνημονίου στη διαπραγμάτευση των όρων του εδράζονται στη δραματική υλική υποβάθμιση της ζωής των εργαζομένων και την απογοήτευσή τους.
Έχει συμβεί μια συσσώρευση διαδοχικών ηττών και μια απογοήτευση από τις συνέπειες του αποσπασματικού τρόπου οργάνωσης των απεργιακών κινητοποιήσεων από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες. Αλλά η τελική έκβαση της μάχης που δίνεται δεν έχει κριθεί ακόμα με ιστορικούς όρους.
Υπάρχει μια πρωτοφανής κοινωνική και πολιτική πόλωση με τον όγκο της εργατικής τάξης των αστικών κέντρων να πολώνεται προς τα αριστερά. Εκατομμύρια άνθρωποι στη χώρα έχουν την εμπειρία μιας διαδήλωσης, εκατοντάδες χιλιάδες την εμπειρία μιας απεργίας, δεκάδες χιλιάδες μιας συνέλευσης. Πρέπει να χτίσουμε πάνω στις εμπειρίες των αγωνιζομένων βάζοντας στην ημερήσια διάταξη ξανά και ξανά τα ζητήματα της αυτό-οργάνωσης των αγώνων, της αλλαγής των συσχετισμών στο εργατικό κίνημα, της πολιτικής στρατηγικής και του προγράμματος.

Ο Κώστας Σκορδούλης είναι καθηγητής Φυσικής και Επιστημολογίας Φυσικών Επιστημών στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στέλεχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Η Κρίση του Ελληνικού Πανεπιστημίου και το σχέδιο "ΑΘΗΝΑ" (Συζήτηση με τον Σωτήρη Κοντογιάννη)


Σωτήρης: Τι είναι το σχέδιο Αθηνά και που εντάσσεται;

 Κώστας Σκορδούλης: Βρισκόμαστε σε μια αλλαγή πολιτικής, όσον αφορά την οργάνωση της εκπαίδευσης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και σε παγκόσμιο θα έλεγα, αλλά κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Την προηγούμενη περίοδο, η οποία τελείωσε πριν από δέκα χρόνια χοντρικά, υπήρχε μια τάση για μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

 Γιατί υπήρχε αυτή η τάση μαζικοποίησης της τριτοβάθμιας -και γενικότερα- της εκπαίδευσης; Γιατί ήθελαν τεχνολογικά -και όχι- μόνο εγγράμματους πολίτες οι οποίοι θα είχαν στοιχειώδης δεξιότητες και γνώσεις έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στη μαζική παραγωγή τεχνολογικών προϊόντων. Σημειώνω ότι ο καπιταλισμός ανανεώνεται μέσα από τις τεχνολογικές επαναστάσεις, οι τεχνολογικές επαναστάσεις είναι η ατμομηχανή του καπιταλισμού. Για παράδειγμα, παράγουν αυτοκίνητα τα οποία έχουν σύστημα πλοήγησης. Αυτό δεν έχει κανένα νόημα αν αυτός που θα το αγοράσει δεν έχει την ικανότητα να το χειριστεί.

 Άρα λες ότι αυτή η μαζικοποίησης αφορούσε και το επίπεδο της κατανάλωσης, όχι μόνο της παραγωγής;

 Ναι, στο επίπεδο του καταναλωτή. Το κύμα αυτό της μαζικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στόχευε σε αυτό. Αυξάνει τον πληθυσμό ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιήσει και άρα να αγοράσει τεχνολογικά εξειδικευμένα προϊόντα. Αποκτάει δηλαδή συγκεκριμένες δεξιότητες, να χειριστεί υπολογιστές κλπ. Δεν μπορείς να έχεις αγράμματους πολίτες και μετά να προσπαθήσεις να τους πουλήσεις, πχ smart tv αν δεν ξέρει και δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι και τη διαφορά έχει από μια απλή τηλεόραση.

 Και άρα λες ότι στόχευε κυρίως στην κατανάλωση;

 Ναι, ήταν μαζική τριτοβάθμια εκπαίδευση τέτοιου είδους. Δεν συνοδευόταν από ποιότητα. Δεν έχτιζε μεγάλα πανεπιστήμια αλλά απομονωμένα ΤΕΙ διασκορπισμένα σε διάφορες πόλεις και χωριά. Υπήρχε και ένας δεύτερος στόχος, πέρα από την ίδια την μαζικοποίηση, πίσω από αυτή την επιλογή: ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του "επιχειρηματικού πανεπιστημίου" -όπως το ονομάσαμε- ήταν η μεταφορά πόρων από το κέντρο στην περιφέρεια. Επειδή δεν υπήρχαν μηχανισμοί της αγοράς και ανάπτυξη τέτοια που να μπορεί να εξασφαλίζει αυτή τη μεταφορά, περάσαμε από τα στρατόπεδα που ήταν διεσπαρμένα παντού σε ΤΕΙ διεσπαρμένα παντού. Με αυτόν τον τρόπο μετέφεραν πόρους, τεχνητά, από το κέντρο στην περιφέρεια.

 Αυτή η φάση τέλειωσε. Τώρα περάσαμε σε μια νέα φάση, στην φάσης της κρίσης. Η κρίση δημιουργεί νέες ανάγκες. Πρώτα απ' όλα μια ανάγκη για "μάζεμα" στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τόσο σε επίπεδο διδασκαλίας όσο και σε επίπεδο έρευνας. Μια από τις ιδέες που έχουν ακουστεί είναι η δημιουργία τριών-τεσσάρων μεγάλων ερευνητικών κέντρων στην Ευρώπη που θα είναι και τα μόνα που θα χρηματοδοτούνται. Γιατί να χρηματοδοτεί, λένε, η Ευρωπαϊκή Ένωση μια μικρή ομάδα πχ δέκα ατόμων που κάνει έρευνα στην βιοτεχνολογία στην Ελλάδα ενώ υπάρχει ήδη ένα τεράστιο κέντρο μοριακής βιολογίας στην Χαϊδελβέργη που βρίσκεται στην κορυφή της τεχνολογίας. Ποιος ο λόγος να έχει μικρές, μικρές ομάδες σε διάφορα πανεπιστήμια για έρευνα αιχμής, πχ για τα υλικά. Αυτή η επιλογή έχει ήδη επιπτώσεις. Έφτιαξαν πέντε τμήματα επιστήμης υλικών στην Ελλάδα, τα οποία έμειναν έτσι: βάσεις γύρω στις 11.000 μονάδες για να μπεις, φοιτητές που δεν έχουν να κάνουν τίποτα, καμιά επαγγελματική αποκατάσταση.

 Σε εμάς εδώ στην Ελλάδα αυτή η αλλαγή έχει πάρει ιδιαίτερες διαστάσεις γιατί έρχεται πακέτο με τα μνημόνια. Αυτό που θέλουν είναι να τα "μαζέψουν" αυτά τα φαινόμενα.

 Η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει το σχέδιο Αθηνά σαν πρόοδο.

 Δεν έχει καμιά σχέση με αυτό. Αυτό που είχαμε ήταν ένα αστικό πανεπιστήμιο. Και αυτό που έρχεται είναι, επίσης, ένα αστικό πανεπιστήμιο. Η αστική τάξη αλλάζει την πολιτική της όσον αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, την προσαρμόζει στις επιταγές της κρίσης.

Ένα όχημα για αυτήν την προσαρμογή, για αυτό το μάζεμα, είναι η αξιολόγηση.

Το ίδιο ισχύει και για την ιδιωτικοποίηση. Η ιδιωτικοποίηση δεν αφορά μόνο τα ίδια τα υπάρχοντα πανεπιστήμια: με έναν καινούργιο νόμο που βγήκε πριν από ένα περίπου μήνα, πρόσβαση στην χρηματοδότηση από τα προγράμματα ΕΣΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν μόνο τα πανεπιστήμια αλλά και τα κολέγια.

 Ουσιαστικά παρακάμπτουν το άρθρο 16 του Συντάγματος για τον δημόσιο χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αυτό που δεν κατάφεραν να αλλάξει, λόγω των καταλήψεων και των απεργιών, το 2007 η κυβέρνηση του Καραμανλή.

 Ναι, ουσιαστικά παρακάμπτουν το άρθρο 16. Το σχέδιο Αθηνά είναι αυτή η προσπάθεια μαζέματος σε πρώτη φάση και συρρίκνωσης στην συνέχεια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Συρρίκνωση σημαίνει ότι θέλουμε ένα φτηνό εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα, δεν θέλουμε πανεπιστημιακά πτυχία. Αν το μνημόνιο είναι έτσι όπως το έχουμε φανταστεί, δεν θέλει πολιτικούς μηχανικούς ή μηχανολόγους. Θέλει εργαζόμενους των 500 Ευρώ.

 Αυτό που ζούμε σήμερα είναι η lite version του σχεδίου Αθηνά. Η επίθεση αφορά κυρίως τα ΤΕΙ. Από τα πανεπιστήμια είναι δυο, θνησιγενή από την εγκατάλειψη, Στερεάς και Δυτικής Ελλάδας τα οποία στην ουσία καταργούνται. Έχουν εκφραστεί σκέψεις και για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, αλλά υπάρχουν αντιδράσεις για "εθνικούς λόγους", λόγω της μειονότητας.

 Αυτό δεν είναι το τέλος του σχεδίου Αθηνά. Έρχεται και δεύτερο και τρίτο. Στον προϋπολογισμό της τριετίας η χρηματοδότηση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση βαίνει, σύμφωνα με τις επιταγές της Τρόικας, συνεχώς μειούμενη -οι περικοπές είναι ραγδαίες.

 Το "Αθηνά 1" έχει σχηματικά τρία σκέλη: Κλείσιμο πάρα πολλών ΤΕΙ μέσα από "συγχωνεύσεις", κατάργηση των Πανεπιστημίων της Στερεάς και της Δυτικής Ελλάδας (που υπήρχαν κατά βάση μόνο στα χαρτιά) και ομοσπονδιοποίηση των άλλων Πανεπιστημίων της Αθήνας.

 Για τους παλαιότερους πρέπει να θυμίσουμε ότι "ομοσπονδιοποίηση" είχε προτείνει και ο Πουλαντζάς το 1976 με το Αττικό Πανεπιστήμιο. Η επαναστατική αριστερά της εποχής το κόντραρε αλλά ο ρεφορμισμός, το ΚΚΕ εσωτερικού, το είχε κάνει σημαία του. Τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά πανεπιστήμια, υπήρχε η Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς, η ΑΣΟΕΕ κλπ.

 Ήταν μια γενικότερη πρόταση της αριστεράς της εποχής εκείνης, όχι μόνο για τα πανεπιστήμια. Για όλα, την παραγωγή, τις συγκοινωνίες, η πρόταση ήταν να υπάρχει ένας μεγάλος εθνικός, κρατικός φορέας...

 Ναι. Τριάντα πέντε χρόνια μετά έρχεται να υλοποιήσει αυτά τα σχέδια το μνημόνιο. Περνάμε από μια φάση όπου ακόμα και η οικοκυρική σχολή -γιατί το Χαροκόπειο ήταν οικοκυρική σχολή- έγινε Πανεπιστήμιο με τέσσερις - πέντε σχολές και τώρα, ξαφνικά, ξαναγίνονται αυτά σχολές και ομοσπονδιοποιούνται.

 Στο ΕΚΠΑ στην ουσία δεν αλλάζει ακόμα σχεδόν τίποτα -πέρα από ότι συγχωνεύει τα τμήματα ξένων γλωσσών. Φυσικά υπάρχει μεγάλη αντίδραση από τα μέλη του ΔΕΠ για αυτές τις συγχωνεύσεις. Συγχωνεύσεις σημαίνουν κατ' αρχήν ότι χρειαζόμαστε λιγότερο διοικητικό προσωπικό, σε πρώτη φάση. Άρα θα "περισσέψουν". Έχουν γίνει ήδη οι πρώτες κρούσεις για να απολυθούν διοικητικοί πανεπιστημίων από το καλοκαίρι. Σε δεύτερη λιγότερο διδακτικό προσωπικό. Έχω την αίσθηση ότι, μέσα από τις συγχωνεύεις, μπορεί να ξυπνήσεις ένα πρωί και η θέση σου να μην υπάρχει πια στο οργανόγραμμα.

 Στα ΤΕΙ, ιδιαίτερα στην επαρχία, γίνεται χαμός. Ένα τμήμα από το ΤΕΙ Λάρισας, για παράδειγμα, πηγαίνει σύμφωνα με το σχέδιο Αθηνά στην Λαμία. Αυτό σημαίνει ότι δυο με τρεις χιλιάδες σπουδαστές θα πρέπει ξαφνικά να μετακομίσουν στην Λαμία. Πάρα πολλοί από αυτούς είναι από την Λάρισα και μένουν στο σπίτι τους. Αυτοί θα πρέπει τώρα να νοικιάσουν σπίτι...

 Οι περισσότεροι δεν θα μπορούν να το κάνουν. Θα αναγκαστούν απλά να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους...

 Θα σταματήσουν. Και δεν είναι μόνο οι φοιτητές. Είναι και το διοικητικό προσωπικό. Λένε, τώρα, ότι δεν θα γίνει καμιά απόλυση. Αλλά δεν μπορείς να πηγαίνεις Λάρισα Λαμία κάθε μέρα. Μεσολόγγι Πάτρα. Θεσσαλονίκη Σέρρες.

 Εκτός από αυτό δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης αντιστοίχιση ανάμεσα στις σχολές. Μπορεί, για παράδειγμα, να έχεις κάνει πληροφορική και να πάρεις πτυχίο management.  Να παρακολουθούσες μια σχολή “Διοίκησης και Πληροφορικής” και να βρεθείς σε μια σχολή “Διοίκησης”. Κάπως έτσι είναι η εικόνα.

 Πρόκειται για μια πλήρη διάλυση και υποβάθμιση, όχι ίσως για όλα αλλά για πάρα πολλά από τα ΤΕΙ.

 Τώρα βρισκόμαστε σε φάση διαβουλεύσεων. Υπάρχουν κατ' αρχήν ισχυρές τοπικές πιέσεις. Υπάρχουν δυο ζητήματα. Όταν κάνεις έναν προγραμματισμό στην ανωτάτη εκπαίδευση αυτός ο προγραμματισμός αυτός γίνεται με ακαδημαϊκά κριτήρια. Τώρα, βέβαια, οι μεγάλες αντιδράσεις δεν έρχονται  ακόμα από ακαδημαϊκή βάση αλλά στη βάση των τοπικών κοινωνιών.

 Να μείνουμε στις αντιδράσεις. Η ΠΟΣΔΕΠ είχε παίξει βασικό ρόλο στο κίνημα που είχε ξεσπάσει στην ανώτατη εκπαίδευση ενάντια στην κατάργηση του άρθρου 16. Εκείνη την εποχή η ΠΟΣΔΕΠ είχε ριζοσπαστική ηγεσία, η οποία στη συνέχεια ξηλώθηκε. Στις τελευταίες εκλογές το Δίκτυο Πανεπιστημιακών είχε και πάλι μια σημαντική επιτυχία.

Να ξεκαθαρίσουμε το Δίκτυο δεν είναι παράταξη ούτε της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ούτε της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι μισοί ή και παραπάνω είναι μέλη ή οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ που διαφωνούν με την πολιτική της κεντρικής “Συσπείρωσης”, της επίσημης παράταξης του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΠΟΣΔΕΠ είχε πράγματι μια αγωνιστική ηγεσία την περίοδο των κινητοποιήσεων του 2006-2007. Τότε είχαμε μια κοινή παράταξη με τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι “κομματικοί” του ΣΥΝ αποφάσισαν τότε ότι δεν θέλουν τους “αριστεριστές”. Με ελεγχόμενη σταυροδοσία ξήλωσαν την παλιά ηγεσία. Το Δίκτυο, μια άλλη παράταξη, ήταν το προϊόν αυτής της ελεγχόμενης σταυροδοσίας: εμείς, οι “αριστεριστές”, μαζί με το κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ που είχε πρόβλημα με αυτούς τους χειρισμούς φτιάξαμε μια άλλη παράταξη. Στο προηγούμενο συνέδριο που έγινε το 2011 αυτή η παράταξη πήγε πάρα πολύ καλά. Πήραμε τρεις έδρες στην Διοικούσα Επιτροπή και μία στην Εκτελεστική Γραμματεία -δηλαδή 3 στις 33 και 1 στους 11.

 Στο φετινό συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ υπήρχαν 233 αντιπρόσωποι. Υπήρχαν οι γνωστές παρατάξεις, το Δίκτυο, η Συσπείρωση αλλά και ανεξάρτητα σχήματα, όπως η “Συσπείρωση Πάτρας” που δεν αναφέρεται στην κεντρική Συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, το Σχήμα Πανεπιστημιακών Δασκάλων στο Πολυτεχνείο, ένα σχήμα πολύ ευρύ που συσπείρωσε δυνάμεις από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ανένταχτους αριστερούς, ένα αντίστοιχο σχήμα στην ΦΜΣ ή στην Φιλοσοφική. Είχαμε πολλές αριστερές παρατάξεις που δεν κατέβηκαν ούτε σαν Δίκτυο ούτε σαν Συσπείρωση αλλά σαν κάτι το ενδιάμεσο. Αυτή ήταν μια μεγάλη πίεση που ωθούσε για ένα κοινό ψηφοδέλτιο στο Συνέδριο Δικτύου, Συσπείρωσης και των ανεξάρτητων αριστερών σχημάτων. Το αποτέλεσμα ήταν 70 ψήφοι. Να σημειώσω ότι δεν καταφέραμε ούτε εμείς, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ να κατεβάσουμε ψηφοδέλτιο στη Νομική, για τεχνικούς λόγους -πράγμα που σημαίνει ότι θα μπορούσαμε να είχαμε ακόμα καλύτερα αποτελέσματα. Αυτοί οι 70 ψήφοι μεταφράζονται σε 10 έδρες στις 33 στην Διοικούσα Επιτροπή και 3 έδρες στις 11 στην Εκτελεστική Γραμματεία, δηλαδή το κοινό αυτό ψηφοδέλτιο αναδείχτηκε σε πρώτη δύναμη μέσα στην ΠΟΣΔΕΠ. Μόλις ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα ξετυλίχτηκε το ιστορικό πανό μέσα στην αίθουσα του άρθρου 16.

 Δεύτερη παράταξη αναδείχτηκε η Παράταξη των Γιατρών που κατέβηκε σε συνεργασία με μια κίνηση, ένα μπλοκ, που είχε ξεκινήσει στο ΑΠΘ ενάντια στην Πρυτανεία, την οποία κατηγορούσε ότι είχε ανεχθεί τις καταλήψεις, τους εργολαβικούς, τα σκουπίδια και διάφορα άλλα τέτοια. Αυτοί πήραν 55 ψήφους στο συνέδριο. Οι παρατάξεις και του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ είχαν πτώση.

 Υπάρχουν κάποιοι που εναντιώνονται μεν στο σχέδιο Αθηνά αλλά ταυτόχρονα λένε ότι η εκπαίδευση χρειάζεται “νοικοκύρεμα”. Η κριτική τους στα σχέδια της κυβέρνησης δεν είναι στην ίδια την ουσία αλλά στον τρόπο με τον οποίο πάει να εφαρμοστεί -πχ κατηγορούν την κυβέρνηση ότι αποφασίζει τις συγχωνεύσεις με βάση τα μικροκομματικά οφέλη των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας. Ή απλά λένε ότι το σχέδιο είναι “πρόχειρο” -ενώ θα χρειαζόταν μεγαλύτερη σύνδεση ανάμεσα στις ανάγκες τις παραγωγής και την ανώτατη εκπαίδευση.

Πρώτα απ' όλα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είμαστε ούτε με το πριν, με το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, ούτε με αυτό που προσπαθούν να κάνουν τώρα. Υπάρχει όμως ένα θέμα στρατηγικής το οποίο έχουμε θίξει πάρα πολλές φορές. Επειδή η σημερινή μορφή πανεπιστημίου δέχεται μια επίθεση, πάει να μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο, εμείς υπερασπιζόμαστε αυτή τη μορφή, παρόλο που δεν μας αντιπροσωπεύει. Το 1982-83 όταν εφαρμόστηκε ο Νόμος Πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ εμείς οι ίδιοι είμαστε αυτοί που κάναμε καταλήψεις, γενικές συνελεύσεις, που λέγαμε “όχι στη συνδιαχείριση” και τώρα τριάντα χρόνια μετά αντιστεκόμαστε στην αλλαγή, λέγοντας ότι υπερασπιζόμαστε το δημόσιο, δημοκρατικό, δωρεάν πανεπιστήμιο - παρόλο που αυτό το πανεπιστήμιο που υπάρχει δεν είναι στην πραγματικότητα ούτε δημόσιο, ούτε δημοκρατικό, ούτε δωρεάν.

 Τι πανεπιστήμιο θέλουμε; Μέσα στην αριστερά υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση από παλιά. Είμαστε υπέρ ενός πανεπιστημίου που θεωρεί τη γνώση αυταξία και άρα η γνώση για τη γνώση, η τέχνη για την τέχνη και η επιστήμη για την επιστήμη ή είμαστε υπέρ ενός πανεπιστημίου που εξυπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες, αυτό που ονομαζόταν Science for the People. Είναι το ντιμπείτ μεταξύ του Καρλ Πολάνι και του Τζον Μπέρναλ που δίχασε την αριστερά στην δεκαετία του 1950 και του 1960.

 Αυτή είναι σίγουρα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αλλά σίγουρα δεν είμαστε με το πανεπιστήμιο του κέρδους...

 Είμαστε ασφαλώς ενάντια σε ένα πανεπιστήμιο υποταγμένο στις ανάγκες του κεφαλαίου και του κέρδους. Παρόλα αυτά αυτή η συζήτηση έχει σημασία. Χωρίς αυτή τη συζήτηση ο λόγος της αριστεράς περιορίζεται στο να λέει τι δεν θέλει -όχι τι θέλει. Λέμε πχ ότι δεν θέλουμε την συρρίκνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, γιατί θα χαθούν θέσεις εργασίας, οι τοπικές κοινωνίες θα στενάξουν κλπ που είναι το στοιχειώδες. Αλλά μένουμε στα μισά του δρόμου. Τα συνέδρια της Κριτικής Εκπαίδευσης που κάναμε το καλοκαίρι ήταν μια προσπάθεια να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, να πούμε τι εκπαίδευση θέλουμε. Θέλουμε μια εκπαίδευση που θα είναι πλουραλιστική, δημοκρατική, να ακούγονται οι φωνές όλων, να υπάρχουν αναλυτικά προγράμματα στα οποία θα έχουν χώρο και οι γυναίκες, που δεν θα περιθωριοποιεί αλλά να “περιέχει”, να μην διώχνει τα παιδιά από το σχολείο κλπ. Στην ουσία η αλλαγή θα πρέπει να είναι στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης, σε όλες τις βαθμίδες. Και αυτό προσπαθούμε να κάνουμε τώρα μέσα από αυτό κίνημα της “Κριτικής Εκπαίδευσης”.