Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Η ιστορική συγκυρία στην Ελλάδα είναι ένα εκκρεμές που ταλαντώνεται μεταξύ Σαντιάγο και Βαϊμάρης (Συνέντευξη στο περιοδικό «Μαρξιστική Σκέψη», Νο 9)


ΕΡ. Τον Ιούνιο του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε οριακά να αναδειχτεί πρώτο κόμμα, σήμερα όμως είναι διάχυτη η εντύπωση ότι θα υπερισχύσει στις επόμενες εκλογές και θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Για τον απλό κόσμο που πλήττεται από την κρίση αυτό αποτελεί μια ελπίδα και ένα βήμα εμπρός. Ποιοι όμως είναι οι όροι ώστε αυτό το βήμα να μη μείνει μετέωρο και να οδηγήσει σε ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές;

ΑΠ.: Καταρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Για παράδειγμα, είναι άλλο πράγμα η «κυβέρνηση» και άλλο πράγμα η «εξουσία». Η κυβέρνηση είναι στην ουσία διαχείριση ενός υπάρχοντος συστήματος, για να γίνουν ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές πρέπει να έχεις την εξουσία. Το κράτος είναι κομβικό σημείο. Η στάση απέναντι στο κράτος είναι κριτήριο που οριοθετεί την επαναστατική πολιτική από το ρεφορμισμό.
Η οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή (πχ., εθνικοποίηση τραπεζών, έλεγχος του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, εργατικός έλεγχος στην παραγωγή) απαιτεί (για μια μεταβατική περίοδο τουλάχιστον) μια διαφορετικού τύπου κεντρική εξουσία που δεν στήνεται πάνω στο αστικό κράτος αλλά προκύπτει μέσα από τις μορφές αυτο-οργάνωσης των εργαζομένων.
Μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ή μια «αριστερή κυβέρνηση», όπως το σύνθημα που ρίχτηκε στις περασμένες εκλογές, θα κινηθεί μέσα στο πλαίσιο του αστικού κράτους και των δομών του.
Βέβαια, αυτό που επιδιώκει η πλειοψηφία που διαμορφώθηκε στο πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, είναι μια πολιτική που σαφώς θα κινείται στον άξονα του αστικού κράτους. Οι μεταρρυθμίσεις που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αγγίζουν τις σχέσεις παραγωγής, αλλά αποτελούν μια εναλλακτική διαχείριση των επιπτώσεων της κρίσης, προφανώς με ελάφρυνση των λαϊκών στρωμάτων, δηλαδή κάτι που θα μπορούσε να κάνει ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα αν η σοσιαλδημοκρατία δεν είχε υποστεί τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη των τελευταίων χρόνων.
Για να το κάνω ξεκάθαρο, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να σπρωχτεί σε ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές μόνο από ένα μαζικό εργατικό κίνημα σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

ΕΡ.: Ας επιμείνουμε λίγο στο ζήτημα των όρων. Ένα πρώτο θέμα είναι ότι για να σχηματιστεί η κυβέρνηση της Αριστεράς θα χρειαστεί λογικά τη στήριξη και κάποιων άλλων δυνάμεων εκτός του ΣΥΡΙΖΑ. Ποιες μπορεί να είναι αυτές, με δεδομένη την άρνηση του ΚΚΕ;

ΑΠ.: Από ό,τι διαφαίνεται σήμερα, οι άλλες πολιτικές δυνάμεις εκτός ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και πολύ πιθανόν μια ΔΗΜΑΡ που στο όνομα της «εθνικής σωτηρίας» και της «ανάγκης να κυβερνηθεί η χώρα» θα προσπαθήσει να αγκιστρωθεί ξανά σε μια κυβέρνηση για να μη χάσουν τις θέσεις τους τα στελέχη της στον κρατικό μηχανισμό. Με δεδομένη λοιπόν την άρνηση του ΚΚΕ, μόνο ένα τέτοιο συνδυασμό μπορώ να φανταστώ σήμερα. Βέβαια, να τονίσω ότι δεν θέλω να μπω σε μια σεναριολογία, ούτε σε λογιστικές αλχημείες για κυβερνητικές πλειοψηφίες. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι αυτό το μείζον. Αυτό που περιέγραψα παραπάνω δεν είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Είναι μια κυβερνητική συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με δύο αστικά κόμματα. Θεωρώ ότι το νοητικό σχήμα «κυβέρνηση της Αριστεράς» μπορεί να πραγματωθεί μόνο με αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, υπό τις σημερινές συνθήκες πάντα.

ΕΡ.: Υπάρχει βέβαια το καίριο ζήτημα των κοινωνικών όρων επιτυχίας μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Ποιοι είναι οι μίνιμουμ αναγκαίοι μετασχηματισμοί ώστε να μην καταλήξει σε απλή κυβερνητική εναλλαγή; Αναφερόμαστε σε όλα τα πεδία, οικονομία, κράτος, νομοθεσία, κοινωνία. Και πάντα με δεδομένο ότι η κοινωνική αποδιάρθρωση επιδεινώνεται δραματικά, επομένως δεν αρκούν κάποιες οριακές αλλαγές…

ΑΠ.: Θα ήθελα να επισημάνω το εξής: ο όρος «κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν έχει ταξικό ανάλογο. Η όποια κυβέρνηση χαρακτηρίζεται ως «αστική» ή «εργατική» ανάλογα με τα συμφέροντα της τάξης που εκπροσωπεί. Κατά την άποψή μου, αν μια κυβέρνηση προωθεί μια πολιτική που έχει στόχο να περάσουν τα μέσα παραγωγής στον έλεγχο της εργατικής τάξης, μια πολιτική εργατικού ελέγχου δηλαδή, είναι μια «εργατική» κυβέρνηση. Η κυβέρνηση που δεν θίγει το καθεστώς ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής είναι μια «αστική κυβέρνηση» και αυτό ανεξάρτητα από τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που προτίθεται να κάνει στην παιδεία, στην υγεία, στο ασφαλιστικό, στον κατώτερο μισθό κλπ.
Να τονίσω δε ότι σαφώς είναι προτιμητέα μια «αστική κυβέρνηση» με δημοκρατικές και κοινωνικές ευαισθησίες που εν μέρει μπορεί να εδράζονται στις αγκυρώσεις που μπορεί να έχει στα λαϊκά στρώματα, παρά μιά «αστική κυβέρνηση» λιτότητας, καταστολής και κοινωνικής αναλγησίας.
Αν μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» απλώς θα διαχειριστεί το σύστημα με κοινωνική ευαισθησία ή θα μετεξελιχθεί σε κυβέρνηση των εργαζομένων (σε εργατική κυβέρνηση δηλαδή) αυτό θα εξαρτηθεί από τον ταξικό συσχετισμό στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Μόνο ένα μαζικό εργατικό κίνημα σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση θα μπορέσει να σπρώξει τον ΣΥΡΙΖΑ (ή την κυβέρνησή του) να υιοθετήσει μιά πολιτική με στόχο τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή.
Όσο δυνατότερο και μαζικότερο είναι το αντικαπιταλιστικό κίνημα τόσο περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ θα ωθείται να εφαρμόζει τολμηρότερες πολιτικές προς όφελος των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.
Κατά την άποψή μου, το κίνημα από τα κάτω θα πρέπει να επιβάλει την πολιτική του. Μια πολιτική μεταβατικών αιτημάτων στην οικονομία:
Ακύρωση όλων των Μνημονίων και Δανειακών Συμβάσεων με ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ, κατάργηση όλων των μέτρων που συνδέονται με αυτές.
Άμεση παύση πληρωμών προς τους πιστωτές και μονομερή διαγραφή ολόκληρου του δημόσιου χρέους.
Εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο όλων των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων.
Προστασία των ανέργων, απαγόρευση απολύσεων, αυξήσεις μισθών, συντάξεων και επιδομάτων ανεργίας, μείωση χρόνου εργασίας, σταθερή δουλειά για όλους, το κύριο βάρος των φόρων να επιβληθεί στο κεφάλαιο και τον συσσωρευμένο πλούτο.
Δημόσια δωρεάν υγεία. Εθνικοποίηση των ιδιωτικών μονάδων υγείας και κοινωνικής πρόνοιας.
Και στην κοινωνία:
Αποκατάσταση και διεύρυνση των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και των κατακτήσεων της εργατικής τάξης και των εργαζομένων.
Σταμάτημα των αντιμεταναστευτικών πογκρόμ, νομιμοποίηση των μεταναστών/ριών, πλήρη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα στους/στις μετανάστες/ριες.
Κατάργηση των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας που χρησιμοποιούνται απέναντι στο λαϊκό κίνημα.
Υιοθέτηση πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας.
προώθηση πολιτικών για τη χρήση ήπιων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε ευρεία κλίμακα.
έλεγχο στην παραγωγή τροφίμων και προϊόντων διατροφής γενικότερα.
Μια τέτοια λογική μεταβατικού προγράμματος θα πρέπει να είναι κυρίαρχη.

ΕΡ.: Η πολιτική των μνημονίων είναι στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, αφού χωρίς την ανατροπή της δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Αναδιαπραγμάτευση, παύση πληρωμών, μέσα ή έξω από το ευρώ, μονομερείς ή μη ενέργειες, έχουν γίνει καθημερινές έννοιες. Ωστόσο, η συζήτηση διεξάγεται συχνά από μια στατική αφετηρία. Ας επιχειρήσουμε μια διαφορετική τοποθέτηση: πότε, σε ποιες συνθήκες, με ποιους όρους μπορεί να συμβεί το ένα και πότε θα γίνει απαραίτητο το άλλο;

ΑΠ.: Θα μιλήσω για το κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να γίνει εφικτή μια πολιτική που υποστηρίζει την ακύρωση όλων των Μνημονίων και Δανειακών Συμβάσεων, την άμεση παύση πληρωμών προς τους πιστωτές και τη μονομερή διαγραφή του δημόσιου χρέους.
Έχω ήδη θεωρήσει απαραίτητη την ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα και δεν θα επανέλθω. Για τους αντικειμενικούς όρους επιτυχίας μιας τέτοιας πολιτικής θεωρώ ότι είναι απαραίτητη η έξοδος από το Ευρώ και την Ευρωσυνθήκη.
Η έξοδος από το ευρώ είναι απαραίτητη, προκειμένου να υλοποιηθεί ο εργατικός έλεγχος στη νομισματική πολιτική, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μεταβατικού προγράμματος. Να σημειώσω, ότι η έξοδος από το ευρώ προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας πολιτικής που στοχεύει στον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή και όχι το αντίθετο.

ΕΡ.: Σήμερα επίσης γίνεται αρκετή συζήτηση για «Σχέδια Β», παραγωγική ανασυγκρότηση, κ.λπ. Έχει η ως τώρα συζήτηση στην Αριστερά αποσαφηνίσει αυτά τα ζητήματα και ποιες είναι, κατά τη γνώμη σας, οι πιο σημαντικές εκκρεμότητες;

ΑΠ.: Θεωρώ ότι η όλη συζήτηση από μερίδα της αριστεράς για «Σχέδια Β», παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας κλπ χάνει ένα βασικό σημείο: ότι η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα της στρεβλής παραγωγικής συγκρότησης της χώρας αλλά είναι μια έκφανση της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Τα οποιαδήποτε σχέδια παραγωγικής ανασυγκρότησης δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας αν δεν λαμβάνουν υπόψη τις εγγενείς αδυναμίες και αντιφάσεις του συστήματος που γεννούν τις κρίσεις. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να συμμετέχει στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, έχω την άποψη ότι λύση τύπου παραγωγικής ανασυγκρότησης σε εθνικό πλαίσιο κινείται σε λάθος κατεύθυνση.

ΕΡ.: Από τις εκλογές του 2012 το ΚΚΕ επιμένει ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα διέφερε ουσιαστικά σε τίποτα από μια κυβέρνηση της ΝΔ και θα ήταν εξίσου επικίνδυνη για τους εργαζόμενους, απορρίπτοντας κάθε κοινή δράση με τις άλλες αριστερές δυνάμεις. Πώς κρίνετε τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ; Υπάρχουν κάποια πραγματικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την ελπίδα πως μπορεί να αλλάξει, και αν όχι πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί; 

ΑΠ.: Ο προσανατολισμός του ΚΚΕ έχει στοιχεία από την τακτική της περιόδου των λαϊκών μετώπων την οποία επιχειρεί να συμβιβάσει με μια τακτική που εμπνέεται από την «τρίτη περίοδο» στη δεκαετία του 1930, όταν διαδοχικά η ανατροπή του καπιταλισμού θεωρούνταν αρχικά άμεσα προ των πυλών, με συνέπεια τη σταλινική γραμμή του σοσιαλφασισμού και κατόπιν θεωρούνταν ανεπίκαιρο ακόμη και το παραμικρό προχώρημα πέρα από την αστική δημοκρατία. Ωστόσο ο προσανατολισμός του ΚΚΕ δεν είναι επανάληψη της τακτικής της Κομιντέρν τη δεκαετία του ’30. Πολύ δε περισσότερο η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «νεοτροτσκιστική», όπως γίνεται σήμερα συχνά από την εσωτερική αντιπολίτευση του ΚΚΕ στον προσυνεδριακό του διάλογο. Αυτό είναι μια γελοιότητα.
Η στρατηγική του ΚΚΕ είναι αυτή της διατήρησης των κομματικών δυνάμεων σε μια περίοδο που οι συνθήκες δεν χαρακτηρίζονται ευνοϊκές και ταυτόχρονα μια προσπάθεια αέναης συσσώρευσης των όρων για να καταστεί ξανά επίκαιρο το όραμα του σοσιαλισμού.
Αυτή η στρατηγική είναι καταστροφική για την ανασυγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου σ’ όλα τα επίπεδα (θεωρητικό, πολιτικό, συνδικαλιστικό, κ.ά.). Υποτάσσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στα στενά συμφέροντα της γραφειοκρατικής ομάδας που διοικεί το κόμμα. Είναι μια στρατηγική συμπληρωματική με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που συνίσταται στην απουσία οποιασδήποτε συγκεκριμένης πολιτικής ρήξης με το καπιταλιστικό σύστημα.
Θεωρώ ότι είναι λάθος η κριτική στον σεκταρισμό της ηγεσίας του ΚΚΕ να καταλήγει στην υιοθέτηση και προβολή σχημάτων παλιότερων εποχών, όπως το «αντιμονοπωλιακό μέτωπο», όπως αναδεικνύεται από την πολιτική που εκφράζει το Μέτωπο του Αλαβάνου, το Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού αλλά και που βρίσκει χώρο και μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το σχήμα περί Αριστερού Ριζοσπαστικού Μετώπου.
Πιστεύω ότι χρειάζεται μια μεθοδική κριτική στην τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ που θα συνοδεύεται ταυτόχρονα από μια συστηματική απεύθυνση στη βάση, στους αγωνιστές του ΚΚΕ. Αλλά η κριτική στο σεκταρισμό, δεν θα πρέπει να είναι η ίδια σεκταριστική. Θα πρέπει να προτάσει την υιοθέτηση της τακτικής του ενιαίου μετώπου των οργανώσεων της εργατικής τάξης, της λογικής του μεταβατικού προγράμματος και της ουσίας της εργατικής δημοκρατίας στην κατεύθυνση της οικοδόμησης ενός ταξικά αυτόνομου συνδικαλιστικού κινήματος και ενός μαζικού επαναστατικού εργατικού κόμματος που θα συσπειρώνει την πλειοψηφία της τάξης.

ΕΡ.: Ενώ φυσικά δεν συμφωνούμε ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα ήταν το ίδιο με της ΝΔ, θα υπάρξει ο κίνδυνος να κάνει υπερβολικούς συμβιβασμούς και/ή να έχει παρόμοια τύχη με την κυβέρνηση του Αλιέντε. Πολύ περισσότερο όταν είναι βέβαιο ότι θα ασκηθούν αφόρητες πιέσεις από τη μεριά του διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι μας διδάσκει το παρελθόν σχετικά με αυτούς τους κινδύνους;

ΑΠ.: Το παρελθόν της Χιλής του Αλιέντε διδάσκει ότι το ΜΙΡ (Movimiento de Izquierda Revolucionaria, η αντικαπιταλιστική Αριστερά της Χιλής) είχε απόλυτο δίκιο. Βέβαια, ποτέ η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Έχω την αίσθηση, ότι η ιστορική συγκυρία στην Ελλάδα είναι ένα εκκρεμές που ταλαντώνεται μεταξύ Σαντιάγο και Βαϊμάρης.
Σε κάθε περίπτωση, για να αποφευχθούν τα ίδια λάθη της Χιλής, η όποια «κυβέρνηση της Αριστεράς» (όσο αντιφατικός κι αν είναι αυτός ο όρος) θα πρέπει να στηριχτεί πάνω στην οργάνωση του ίδιου του εργατικού κινήματος. Θα πρέπει να αναζωογονηθούν και να βαθύνουν οι δομές αυτοοργάνωσης που εμφανίστηκαν έστω εμβρυακά στην διάρκεια των αντιμνημονιακών αγώνων των προηγούμενων ετών.
Η όποια «κυβέρνηση της Αριστεράς» θα πρέπει να στηριχτεί στις λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές και στις γενικές συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς όπου θα συζητηθεί και θα εγκριθεί ένα μεταβατικό πρόγραμμα εξουσίας και φυσικά θα αποφασιστεί και ο τρόπος με τον οποίο το ίδιο το κίνημα από τα κάτω θα το εφαρμόσει.

ΕΡ. Στο ίδιο θέμα της κυβέρνησης της Αριστεράς διατυπώνονται κριτικές και από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, βασικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θα σημειώσουμε εδώ μερικές. Μια πρώτη είναι ότι η προοπτική ανόδου στην κυβέρνηση συνοδεύεται από μια διαρκή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς πιο δεξιές θέσεις και θεσμικές προσαρμογές στα πλαίσια του συστήματος. Αυτό θα αποξενώσει τους εργαζόμενους, οδηγώντας σε ένα συνολικό συμβιβασμό με το κατεστημένο.

ΑΠ.: Αυτό ισχύει. Παράδειγμα η συμμαχία με τον Καμμένο.

ΕΡ.: Μια δεύτερη αντίρρηση είναι ότι όπου επιχειρήθηκε να ανατραπεί κοινοβουλευτικά ο καπιταλισμός ή έστω να εμποδιστεί έτσι ο φασισμός, τα σχετικά εγχειρήματα απέτυχαν. Κλασικά παραδείγματα η Χιλή του Αλιέντε και το Λαϊκό Μέτωπο στην Ισπανία. Υπάρχει, βέβαια, και η πρόσφατη εμπειρία της Βενεζουέλας, όπου ριζοσπαστικές αλλαγές στηρίχτηκαν και κοινοβουλευτικά. Πώς μπορεί να δούμε τη σχέση «κοινοβουλευτικού» και «εξωκοινοβουλευτικού», ή πιο γενικά, τη σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης στην εποχή μας; 

Απ.: Θα επαναλάβω ότι το κριτήριο οριοθέτησης από το ρεφορμισμό αποτελεί η θεωρία για το κράτος. Οι ρεφορμιστές έχουν την αυταπάτη ότι το αστικό κράτος μπορεί να ουδετεροποιηθεί. Δεν ισχύει αυτό. Αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι αυτό από μόνο του, όσο και αν αποτελεί προϋπόθεση, δεν είναι αρκετό.
Πολλές φορές αναφέρομαι σε μια ιστορική εμπειρία που έζησα μέσα από τις επιτροπές αλληλεγγύης στη Σαντινιστική Επανάσταση. Εκεί το κράτος άλλαξε. Υπήρχε Σαντινιστική αστυνομία και Σαντινιστικός στρατός. Δεν ήταν αυτό όμως αρκετό. Έλειπε η πολιτική του εργατικού ελέγχου. Η πολιτική απέναντι στην ατομική ιδιοκτησία. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες δεν πειράχτηκαν. Διατηρούσαν τις ιδιοκτησίες τους, τις εφημερίδες τους, τα διάφορα άλλα προνόμια που είχαν. Η αναδιανομή της γης που έγινε δεν έφτανε. Το αποτέλεσμα το ξέρουμε.

ΕΡ.: Μια τρίτη αντίρρηση αφορά την αναγκαιότητα του εργατικού ελέγχου και της έναρξης μιας και προγραμματικά αποτυπωμένης διαδικασίας μετάβασης στο σοσιαλισμό. Υποστηρίζεται ότι χωρίς αυτό, ακόμη και η πιο ριζοσπαστική εκδοχή της αριστερής διακυβέρνησης, με έξοδο από το ευρώ, κ.λπ., θα οδηγηθεί μοιραία σε αδιέξοδο. Πόσο μάλλον η παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ…

ΑΠ.: Συμφωνώ. Ανέλυσα παραπάνω ότι η πολιτική για τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή είναι η βασική πολιτική μιας κυβέρνησης που θέλει να υπερασπίσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Δηλαδή μιας κυβέρνησης που διεκδικεί να είναι «εργατική» και όχι «αστική».
Μια τέτοια πολιτική εκ των πραγμάτων, εφαρμόζοντας τον εργατικό έλεγχο και στη νομισματική πολιτική θα προσανατολιστεί και στην κατάργηση του ευρώ. Η πολιτική της εξόδου από το ευρώ συγκρούεται με μια κεντρική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης μέσω της οποίας ο ελληνικός καπιταλισμός εντάσσεται στη διεθνή ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Από την άλλη δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το νόμισμα είναι μέσο ανταλλαγής, δεν συμπυκνώνει παραγωγικές σχέσεις. Προτεραιότητα είναι η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων.

ΕΡ.: Είναι σαφές ότι οι δυνατότητες προώθησης ριζικών μετασχηματισμών θα εξαρτηθούν πολύ και από τη διεθνή κατάσταση. Για την ώρα δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή, όμως οι συνθήκες αλλάζουν. Μπορεί να γνωρίσουμε σύντομα μια ορμητική άνοδο των κινημάτων, όπως εκείνη στην εποχή των Λαϊκών Μετώπων το 1935; Τι προοπτικές και κίνδυνοι θα υπάρξουν τότε; Πώς βλέπετε γενικότερα το ρόλο των κινημάτων, με βάση τις εμπειρίες των τελευταίων ετών;

Με βάση τα σημερινά δεδομένα, θα έλεγα και της τελευταίας δεκαετίας, η κίνηση της τάξης και η ανάπτυξη των κινημάτων κοινωνικής κριτικής δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της περιόδου. Μεγάλη ευθύνη φέρουν οι ηγεσίες των πιο συγκροτημένων τμημάτων της οργανωμένης εργατικής τάξης που βρίσκεται συγκεντρωμένη στην Ευρώπη.
 Το τελευταίο διάστημα είδαμε την εργατική τάξη να δίνει ηρωικούς αγώνες από τα ανθρακωρυχεία της Αστούριας μέχρι τα αδαμαντωρυχεία της Νότιας Αφρικής και από τις φαβέλες της Λατινικής Αμερικής μέχρι τους δρόμους και τις πλατείες του μεσογειακού Nότου. Αγώνες ηρωικοί σε διάφορα μέρη του κόσμου αλλά χωρίς σύνδεση μεταξύ τους.
Η Λατινική Αμερική δεν τροφοδοτείται από τις εξελίξεις του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη και το αντίστροφο. Οι κοινωνικές αντιστάσεις στην Ελλάδα μοιάζουν να μην μπορούν να διδαχτούν από τις αντίστοιχες αγωνιστικές εμπειρίες του Argentinazo.
Και λίγο γεωγραφικά παρακάτω οι εργατικές τάξεις και η επαναστατημένη νεολαία στο Μαγκρέμπ και την Αίγυπτο φαίνεται να δίνει ένα ηρωικό αλλά απομονωμένο αγώνα κατά της ισλαμικής αντίδρασης και των παλιών καθεστώτων.
Υπάρχει μια μεγάλη διαφοροποίηση στην αγωνιστικότητα ανάμεσα στις εργαζόμενες τάξεις του Νότου και του Βορρά.
Στις κεντρικές ιμπεριαλιστικές χώρες της ΕΕ τα κινήματα, παρά κάποιες σημαντικές αντιστάσεις (π.χ. ασφαλιστική μεταρρύθμιση στη Γαλλία το 2010, κινητοποιήσεις της νεολαίας για τα δίδακτρα στα πανεπιστήμια στη Βρετανία το 2011) και τη διάδοση πέρσι στην εδώ όχθη του Ατλαντικού του αμερικάνικου κινήματος των «καταλήψεων των δρόμων», βρίσκονται σε υποχώρηση και αμηχανία. Τα κινήματα στην Ευρώπη έχουν αποτύχει να συντονιστούν στοιχειωδώς.
Οι προσπάθειες συντονισμού, όπως το εγχείρημα ανασυγκρότησης του Κοινωνικού Φόρουμ στη Φλωρεντία, βρίσκουν ως κοινή βάση συμφωνίας τις πιο συντηρητικές εκδοχές του ευρωπαϊκού κινήματος με μια πλατφόρμα που συνοψίζεται στην πρόταξη του παραδείγματος της FED έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την πράσινη ανάπτυξη και την επιβολή φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.
Η Αριστερά σε πολλές χώρες του ευρωπαϊκού «κέντρου» μοιάζει να υποχωρεί παρά να ενδυναμώνεται. Ακόμη πιο γενικευμένη όμως είναι η κρίση των πιο ριζοσπαστικών και αντικαπιταλιστικών τομέων της Αριστεράς στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ο αντικαπιταλιστικός λόγος εμφανίζεται μειοψηφικός σε αντιδιαστολή με τον κυρίαρχο λόγο των ρεφορμιστικών εργατικών κομμάτων των οποίων ο ορίζοντας παραμένει ιδιαίτερα περιορισμένος.
Γενικώς, θεωρώ ότι η ανάπτυξη των αγώνων και της αριστεράς στην Ευρώπη διανύει μια περίοδο ύφεσης.

ΕΡ.: Προφανώς, οι οικονομικές εξελίξεις θα βαρύνουν επίσης πολύ στην πορεία των γεγονότων. Πρόσφατα αναλυτές όπως ο Σαμίρ Αμίν, ο Άλεξ Καλίνικος κ.ά. έχουν μιλήσει για επερχόμενη αποσταθεροποίηση στην ευρωζώνη. Τι θα συμβεί σε μια καταστροφική επιδείνωση, όπως π.χ. η κατάρρευση της Ιταλίας και/ή της Ισπανίας; Ποια θα είναι τότε η τύχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Πώς μπορούμε να παρέμβουμε στις εξελίξεις και τους μεγάλους διαφαινόμενους κινδύνους, ενόψει και της απειλητικής ανόδου του φασισμού;

Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι μελλοντικές παρεμβάσεις μας θα γίνουν μέσα στο πλαίσιο μιας έντονης επίθεσης του κεφαλαίου στην εργασία, και όσο η επίθεση αυτή δεν ανατρέπεται οι εργαζόμενοι θα συσσωρεύουν μια ψυχολογία ήττας.
Τα μνημόνια έχουν έναν τεράστιο υλικό αντίκτυπο που αλλάζει τα δεδομένα στο βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Ό,τι θεωρούνταν διαχωριστικές γραμμές το 2009, δεν είναι το 2013!
Ακόμη και οι προγραμματικές μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ από τη διαγραφή του χρέους και την καταγγελία του μνημονίου στη διαπραγμάτευση των όρων του εδράζονται στη δραματική υλική υποβάθμιση της ζωής των εργαζομένων και την απογοήτευσή τους.
Έχει συμβεί μια συσσώρευση διαδοχικών ηττών και μια απογοήτευση από τις συνέπειες του αποσπασματικού τρόπου οργάνωσης των απεργιακών κινητοποιήσεων από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες. Αλλά η τελική έκβαση της μάχης που δίνεται δεν έχει κριθεί ακόμα με ιστορικούς όρους.
Υπάρχει μια πρωτοφανής κοινωνική και πολιτική πόλωση με τον όγκο της εργατικής τάξης των αστικών κέντρων να πολώνεται προς τα αριστερά. Εκατομμύρια άνθρωποι στη χώρα έχουν την εμπειρία μιας διαδήλωσης, εκατοντάδες χιλιάδες την εμπειρία μιας απεργίας, δεκάδες χιλιάδες μιας συνέλευσης. Πρέπει να χτίσουμε πάνω στις εμπειρίες των αγωνιζομένων βάζοντας στην ημερήσια διάταξη ξανά και ξανά τα ζητήματα της αυτό-οργάνωσης των αγώνων, της αλλαγής των συσχετισμών στο εργατικό κίνημα, της πολιτικής στρατηγικής και του προγράμματος.

Ο Κώστας Σκορδούλης είναι καθηγητής Φυσικής και Επιστημολογίας Φυσικών Επιστημών στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στέλεχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Η Κρίση του Ελληνικού Πανεπιστημίου και το σχέδιο "ΑΘΗΝΑ" (Συζήτηση με τον Σωτήρη Κοντογιάννη)


Σωτήρης: Τι είναι το σχέδιο Αθηνά και που εντάσσεται;

 Κώστας Σκορδούλης: Βρισκόμαστε σε μια αλλαγή πολιτικής, όσον αφορά την οργάνωση της εκπαίδευσης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και σε παγκόσμιο θα έλεγα, αλλά κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Την προηγούμενη περίοδο, η οποία τελείωσε πριν από δέκα χρόνια χοντρικά, υπήρχε μια τάση για μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

 Γιατί υπήρχε αυτή η τάση μαζικοποίησης της τριτοβάθμιας -και γενικότερα- της εκπαίδευσης; Γιατί ήθελαν τεχνολογικά -και όχι- μόνο εγγράμματους πολίτες οι οποίοι θα είχαν στοιχειώδης δεξιότητες και γνώσεις έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στη μαζική παραγωγή τεχνολογικών προϊόντων. Σημειώνω ότι ο καπιταλισμός ανανεώνεται μέσα από τις τεχνολογικές επαναστάσεις, οι τεχνολογικές επαναστάσεις είναι η ατμομηχανή του καπιταλισμού. Για παράδειγμα, παράγουν αυτοκίνητα τα οποία έχουν σύστημα πλοήγησης. Αυτό δεν έχει κανένα νόημα αν αυτός που θα το αγοράσει δεν έχει την ικανότητα να το χειριστεί.

 Άρα λες ότι αυτή η μαζικοποίησης αφορούσε και το επίπεδο της κατανάλωσης, όχι μόνο της παραγωγής;

 Ναι, στο επίπεδο του καταναλωτή. Το κύμα αυτό της μαζικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στόχευε σε αυτό. Αυξάνει τον πληθυσμό ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιήσει και άρα να αγοράσει τεχνολογικά εξειδικευμένα προϊόντα. Αποκτάει δηλαδή συγκεκριμένες δεξιότητες, να χειριστεί υπολογιστές κλπ. Δεν μπορείς να έχεις αγράμματους πολίτες και μετά να προσπαθήσεις να τους πουλήσεις, πχ smart tv αν δεν ξέρει και δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι και τη διαφορά έχει από μια απλή τηλεόραση.

 Και άρα λες ότι στόχευε κυρίως στην κατανάλωση;

 Ναι, ήταν μαζική τριτοβάθμια εκπαίδευση τέτοιου είδους. Δεν συνοδευόταν από ποιότητα. Δεν έχτιζε μεγάλα πανεπιστήμια αλλά απομονωμένα ΤΕΙ διασκορπισμένα σε διάφορες πόλεις και χωριά. Υπήρχε και ένας δεύτερος στόχος, πέρα από την ίδια την μαζικοποίηση, πίσω από αυτή την επιλογή: ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του "επιχειρηματικού πανεπιστημίου" -όπως το ονομάσαμε- ήταν η μεταφορά πόρων από το κέντρο στην περιφέρεια. Επειδή δεν υπήρχαν μηχανισμοί της αγοράς και ανάπτυξη τέτοια που να μπορεί να εξασφαλίζει αυτή τη μεταφορά, περάσαμε από τα στρατόπεδα που ήταν διεσπαρμένα παντού σε ΤΕΙ διεσπαρμένα παντού. Με αυτόν τον τρόπο μετέφεραν πόρους, τεχνητά, από το κέντρο στην περιφέρεια.

 Αυτή η φάση τέλειωσε. Τώρα περάσαμε σε μια νέα φάση, στην φάσης της κρίσης. Η κρίση δημιουργεί νέες ανάγκες. Πρώτα απ' όλα μια ανάγκη για "μάζεμα" στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τόσο σε επίπεδο διδασκαλίας όσο και σε επίπεδο έρευνας. Μια από τις ιδέες που έχουν ακουστεί είναι η δημιουργία τριών-τεσσάρων μεγάλων ερευνητικών κέντρων στην Ευρώπη που θα είναι και τα μόνα που θα χρηματοδοτούνται. Γιατί να χρηματοδοτεί, λένε, η Ευρωπαϊκή Ένωση μια μικρή ομάδα πχ δέκα ατόμων που κάνει έρευνα στην βιοτεχνολογία στην Ελλάδα ενώ υπάρχει ήδη ένα τεράστιο κέντρο μοριακής βιολογίας στην Χαϊδελβέργη που βρίσκεται στην κορυφή της τεχνολογίας. Ποιος ο λόγος να έχει μικρές, μικρές ομάδες σε διάφορα πανεπιστήμια για έρευνα αιχμής, πχ για τα υλικά. Αυτή η επιλογή έχει ήδη επιπτώσεις. Έφτιαξαν πέντε τμήματα επιστήμης υλικών στην Ελλάδα, τα οποία έμειναν έτσι: βάσεις γύρω στις 11.000 μονάδες για να μπεις, φοιτητές που δεν έχουν να κάνουν τίποτα, καμιά επαγγελματική αποκατάσταση.

 Σε εμάς εδώ στην Ελλάδα αυτή η αλλαγή έχει πάρει ιδιαίτερες διαστάσεις γιατί έρχεται πακέτο με τα μνημόνια. Αυτό που θέλουν είναι να τα "μαζέψουν" αυτά τα φαινόμενα.

 Η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει το σχέδιο Αθηνά σαν πρόοδο.

 Δεν έχει καμιά σχέση με αυτό. Αυτό που είχαμε ήταν ένα αστικό πανεπιστήμιο. Και αυτό που έρχεται είναι, επίσης, ένα αστικό πανεπιστήμιο. Η αστική τάξη αλλάζει την πολιτική της όσον αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, την προσαρμόζει στις επιταγές της κρίσης.

Ένα όχημα για αυτήν την προσαρμογή, για αυτό το μάζεμα, είναι η αξιολόγηση.

Το ίδιο ισχύει και για την ιδιωτικοποίηση. Η ιδιωτικοποίηση δεν αφορά μόνο τα ίδια τα υπάρχοντα πανεπιστήμια: με έναν καινούργιο νόμο που βγήκε πριν από ένα περίπου μήνα, πρόσβαση στην χρηματοδότηση από τα προγράμματα ΕΣΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν μόνο τα πανεπιστήμια αλλά και τα κολέγια.

 Ουσιαστικά παρακάμπτουν το άρθρο 16 του Συντάγματος για τον δημόσιο χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αυτό που δεν κατάφεραν να αλλάξει, λόγω των καταλήψεων και των απεργιών, το 2007 η κυβέρνηση του Καραμανλή.

 Ναι, ουσιαστικά παρακάμπτουν το άρθρο 16. Το σχέδιο Αθηνά είναι αυτή η προσπάθεια μαζέματος σε πρώτη φάση και συρρίκνωσης στην συνέχεια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Συρρίκνωση σημαίνει ότι θέλουμε ένα φτηνό εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα, δεν θέλουμε πανεπιστημιακά πτυχία. Αν το μνημόνιο είναι έτσι όπως το έχουμε φανταστεί, δεν θέλει πολιτικούς μηχανικούς ή μηχανολόγους. Θέλει εργαζόμενους των 500 Ευρώ.

 Αυτό που ζούμε σήμερα είναι η lite version του σχεδίου Αθηνά. Η επίθεση αφορά κυρίως τα ΤΕΙ. Από τα πανεπιστήμια είναι δυο, θνησιγενή από την εγκατάλειψη, Στερεάς και Δυτικής Ελλάδας τα οποία στην ουσία καταργούνται. Έχουν εκφραστεί σκέψεις και για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, αλλά υπάρχουν αντιδράσεις για "εθνικούς λόγους", λόγω της μειονότητας.

 Αυτό δεν είναι το τέλος του σχεδίου Αθηνά. Έρχεται και δεύτερο και τρίτο. Στον προϋπολογισμό της τριετίας η χρηματοδότηση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση βαίνει, σύμφωνα με τις επιταγές της Τρόικας, συνεχώς μειούμενη -οι περικοπές είναι ραγδαίες.

 Το "Αθηνά 1" έχει σχηματικά τρία σκέλη: Κλείσιμο πάρα πολλών ΤΕΙ μέσα από "συγχωνεύσεις", κατάργηση των Πανεπιστημίων της Στερεάς και της Δυτικής Ελλάδας (που υπήρχαν κατά βάση μόνο στα χαρτιά) και ομοσπονδιοποίηση των άλλων Πανεπιστημίων της Αθήνας.

 Για τους παλαιότερους πρέπει να θυμίσουμε ότι "ομοσπονδιοποίηση" είχε προτείνει και ο Πουλαντζάς το 1976 με το Αττικό Πανεπιστήμιο. Η επαναστατική αριστερά της εποχής το κόντραρε αλλά ο ρεφορμισμός, το ΚΚΕ εσωτερικού, το είχε κάνει σημαία του. Τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά πανεπιστήμια, υπήρχε η Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς, η ΑΣΟΕΕ κλπ.

 Ήταν μια γενικότερη πρόταση της αριστεράς της εποχής εκείνης, όχι μόνο για τα πανεπιστήμια. Για όλα, την παραγωγή, τις συγκοινωνίες, η πρόταση ήταν να υπάρχει ένας μεγάλος εθνικός, κρατικός φορέας...

 Ναι. Τριάντα πέντε χρόνια μετά έρχεται να υλοποιήσει αυτά τα σχέδια το μνημόνιο. Περνάμε από μια φάση όπου ακόμα και η οικοκυρική σχολή -γιατί το Χαροκόπειο ήταν οικοκυρική σχολή- έγινε Πανεπιστήμιο με τέσσερις - πέντε σχολές και τώρα, ξαφνικά, ξαναγίνονται αυτά σχολές και ομοσπονδιοποιούνται.

 Στο ΕΚΠΑ στην ουσία δεν αλλάζει ακόμα σχεδόν τίποτα -πέρα από ότι συγχωνεύει τα τμήματα ξένων γλωσσών. Φυσικά υπάρχει μεγάλη αντίδραση από τα μέλη του ΔΕΠ για αυτές τις συγχωνεύσεις. Συγχωνεύσεις σημαίνουν κατ' αρχήν ότι χρειαζόμαστε λιγότερο διοικητικό προσωπικό, σε πρώτη φάση. Άρα θα "περισσέψουν". Έχουν γίνει ήδη οι πρώτες κρούσεις για να απολυθούν διοικητικοί πανεπιστημίων από το καλοκαίρι. Σε δεύτερη λιγότερο διδακτικό προσωπικό. Έχω την αίσθηση ότι, μέσα από τις συγχωνεύεις, μπορεί να ξυπνήσεις ένα πρωί και η θέση σου να μην υπάρχει πια στο οργανόγραμμα.

 Στα ΤΕΙ, ιδιαίτερα στην επαρχία, γίνεται χαμός. Ένα τμήμα από το ΤΕΙ Λάρισας, για παράδειγμα, πηγαίνει σύμφωνα με το σχέδιο Αθηνά στην Λαμία. Αυτό σημαίνει ότι δυο με τρεις χιλιάδες σπουδαστές θα πρέπει ξαφνικά να μετακομίσουν στην Λαμία. Πάρα πολλοί από αυτούς είναι από την Λάρισα και μένουν στο σπίτι τους. Αυτοί θα πρέπει τώρα να νοικιάσουν σπίτι...

 Οι περισσότεροι δεν θα μπορούν να το κάνουν. Θα αναγκαστούν απλά να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους...

 Θα σταματήσουν. Και δεν είναι μόνο οι φοιτητές. Είναι και το διοικητικό προσωπικό. Λένε, τώρα, ότι δεν θα γίνει καμιά απόλυση. Αλλά δεν μπορείς να πηγαίνεις Λάρισα Λαμία κάθε μέρα. Μεσολόγγι Πάτρα. Θεσσαλονίκη Σέρρες.

 Εκτός από αυτό δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης αντιστοίχιση ανάμεσα στις σχολές. Μπορεί, για παράδειγμα, να έχεις κάνει πληροφορική και να πάρεις πτυχίο management.  Να παρακολουθούσες μια σχολή “Διοίκησης και Πληροφορικής” και να βρεθείς σε μια σχολή “Διοίκησης”. Κάπως έτσι είναι η εικόνα.

 Πρόκειται για μια πλήρη διάλυση και υποβάθμιση, όχι ίσως για όλα αλλά για πάρα πολλά από τα ΤΕΙ.

 Τώρα βρισκόμαστε σε φάση διαβουλεύσεων. Υπάρχουν κατ' αρχήν ισχυρές τοπικές πιέσεις. Υπάρχουν δυο ζητήματα. Όταν κάνεις έναν προγραμματισμό στην ανωτάτη εκπαίδευση αυτός ο προγραμματισμός αυτός γίνεται με ακαδημαϊκά κριτήρια. Τώρα, βέβαια, οι μεγάλες αντιδράσεις δεν έρχονται  ακόμα από ακαδημαϊκή βάση αλλά στη βάση των τοπικών κοινωνιών.

 Να μείνουμε στις αντιδράσεις. Η ΠΟΣΔΕΠ είχε παίξει βασικό ρόλο στο κίνημα που είχε ξεσπάσει στην ανώτατη εκπαίδευση ενάντια στην κατάργηση του άρθρου 16. Εκείνη την εποχή η ΠΟΣΔΕΠ είχε ριζοσπαστική ηγεσία, η οποία στη συνέχεια ξηλώθηκε. Στις τελευταίες εκλογές το Δίκτυο Πανεπιστημιακών είχε και πάλι μια σημαντική επιτυχία.

Να ξεκαθαρίσουμε το Δίκτυο δεν είναι παράταξη ούτε της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ούτε της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι μισοί ή και παραπάνω είναι μέλη ή οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ που διαφωνούν με την πολιτική της κεντρικής “Συσπείρωσης”, της επίσημης παράταξης του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΠΟΣΔΕΠ είχε πράγματι μια αγωνιστική ηγεσία την περίοδο των κινητοποιήσεων του 2006-2007. Τότε είχαμε μια κοινή παράταξη με τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι “κομματικοί” του ΣΥΝ αποφάσισαν τότε ότι δεν θέλουν τους “αριστεριστές”. Με ελεγχόμενη σταυροδοσία ξήλωσαν την παλιά ηγεσία. Το Δίκτυο, μια άλλη παράταξη, ήταν το προϊόν αυτής της ελεγχόμενης σταυροδοσίας: εμείς, οι “αριστεριστές”, μαζί με το κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ που είχε πρόβλημα με αυτούς τους χειρισμούς φτιάξαμε μια άλλη παράταξη. Στο προηγούμενο συνέδριο που έγινε το 2011 αυτή η παράταξη πήγε πάρα πολύ καλά. Πήραμε τρεις έδρες στην Διοικούσα Επιτροπή και μία στην Εκτελεστική Γραμματεία -δηλαδή 3 στις 33 και 1 στους 11.

 Στο φετινό συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ υπήρχαν 233 αντιπρόσωποι. Υπήρχαν οι γνωστές παρατάξεις, το Δίκτυο, η Συσπείρωση αλλά και ανεξάρτητα σχήματα, όπως η “Συσπείρωση Πάτρας” που δεν αναφέρεται στην κεντρική Συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, το Σχήμα Πανεπιστημιακών Δασκάλων στο Πολυτεχνείο, ένα σχήμα πολύ ευρύ που συσπείρωσε δυνάμεις από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ανένταχτους αριστερούς, ένα αντίστοιχο σχήμα στην ΦΜΣ ή στην Φιλοσοφική. Είχαμε πολλές αριστερές παρατάξεις που δεν κατέβηκαν ούτε σαν Δίκτυο ούτε σαν Συσπείρωση αλλά σαν κάτι το ενδιάμεσο. Αυτή ήταν μια μεγάλη πίεση που ωθούσε για ένα κοινό ψηφοδέλτιο στο Συνέδριο Δικτύου, Συσπείρωσης και των ανεξάρτητων αριστερών σχημάτων. Το αποτέλεσμα ήταν 70 ψήφοι. Να σημειώσω ότι δεν καταφέραμε ούτε εμείς, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ να κατεβάσουμε ψηφοδέλτιο στη Νομική, για τεχνικούς λόγους -πράγμα που σημαίνει ότι θα μπορούσαμε να είχαμε ακόμα καλύτερα αποτελέσματα. Αυτοί οι 70 ψήφοι μεταφράζονται σε 10 έδρες στις 33 στην Διοικούσα Επιτροπή και 3 έδρες στις 11 στην Εκτελεστική Γραμματεία, δηλαδή το κοινό αυτό ψηφοδέλτιο αναδείχτηκε σε πρώτη δύναμη μέσα στην ΠΟΣΔΕΠ. Μόλις ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα ξετυλίχτηκε το ιστορικό πανό μέσα στην αίθουσα του άρθρου 16.

 Δεύτερη παράταξη αναδείχτηκε η Παράταξη των Γιατρών που κατέβηκε σε συνεργασία με μια κίνηση, ένα μπλοκ, που είχε ξεκινήσει στο ΑΠΘ ενάντια στην Πρυτανεία, την οποία κατηγορούσε ότι είχε ανεχθεί τις καταλήψεις, τους εργολαβικούς, τα σκουπίδια και διάφορα άλλα τέτοια. Αυτοί πήραν 55 ψήφους στο συνέδριο. Οι παρατάξεις και του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ είχαν πτώση.

 Υπάρχουν κάποιοι που εναντιώνονται μεν στο σχέδιο Αθηνά αλλά ταυτόχρονα λένε ότι η εκπαίδευση χρειάζεται “νοικοκύρεμα”. Η κριτική τους στα σχέδια της κυβέρνησης δεν είναι στην ίδια την ουσία αλλά στον τρόπο με τον οποίο πάει να εφαρμοστεί -πχ κατηγορούν την κυβέρνηση ότι αποφασίζει τις συγχωνεύσεις με βάση τα μικροκομματικά οφέλη των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας. Ή απλά λένε ότι το σχέδιο είναι “πρόχειρο” -ενώ θα χρειαζόταν μεγαλύτερη σύνδεση ανάμεσα στις ανάγκες τις παραγωγής και την ανώτατη εκπαίδευση.

Πρώτα απ' όλα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είμαστε ούτε με το πριν, με το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, ούτε με αυτό που προσπαθούν να κάνουν τώρα. Υπάρχει όμως ένα θέμα στρατηγικής το οποίο έχουμε θίξει πάρα πολλές φορές. Επειδή η σημερινή μορφή πανεπιστημίου δέχεται μια επίθεση, πάει να μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο, εμείς υπερασπιζόμαστε αυτή τη μορφή, παρόλο που δεν μας αντιπροσωπεύει. Το 1982-83 όταν εφαρμόστηκε ο Νόμος Πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ εμείς οι ίδιοι είμαστε αυτοί που κάναμε καταλήψεις, γενικές συνελεύσεις, που λέγαμε “όχι στη συνδιαχείριση” και τώρα τριάντα χρόνια μετά αντιστεκόμαστε στην αλλαγή, λέγοντας ότι υπερασπιζόμαστε το δημόσιο, δημοκρατικό, δωρεάν πανεπιστήμιο - παρόλο που αυτό το πανεπιστήμιο που υπάρχει δεν είναι στην πραγματικότητα ούτε δημόσιο, ούτε δημοκρατικό, ούτε δωρεάν.

 Τι πανεπιστήμιο θέλουμε; Μέσα στην αριστερά υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση από παλιά. Είμαστε υπέρ ενός πανεπιστημίου που θεωρεί τη γνώση αυταξία και άρα η γνώση για τη γνώση, η τέχνη για την τέχνη και η επιστήμη για την επιστήμη ή είμαστε υπέρ ενός πανεπιστημίου που εξυπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες, αυτό που ονομαζόταν Science for the People. Είναι το ντιμπείτ μεταξύ του Καρλ Πολάνι και του Τζον Μπέρναλ που δίχασε την αριστερά στην δεκαετία του 1950 και του 1960.

 Αυτή είναι σίγουρα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αλλά σίγουρα δεν είμαστε με το πανεπιστήμιο του κέρδους...

 Είμαστε ασφαλώς ενάντια σε ένα πανεπιστήμιο υποταγμένο στις ανάγκες του κεφαλαίου και του κέρδους. Παρόλα αυτά αυτή η συζήτηση έχει σημασία. Χωρίς αυτή τη συζήτηση ο λόγος της αριστεράς περιορίζεται στο να λέει τι δεν θέλει -όχι τι θέλει. Λέμε πχ ότι δεν θέλουμε την συρρίκνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, γιατί θα χαθούν θέσεις εργασίας, οι τοπικές κοινωνίες θα στενάξουν κλπ που είναι το στοιχειώδες. Αλλά μένουμε στα μισά του δρόμου. Τα συνέδρια της Κριτικής Εκπαίδευσης που κάναμε το καλοκαίρι ήταν μια προσπάθεια να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, να πούμε τι εκπαίδευση θέλουμε. Θέλουμε μια εκπαίδευση που θα είναι πλουραλιστική, δημοκρατική, να ακούγονται οι φωνές όλων, να υπάρχουν αναλυτικά προγράμματα στα οποία θα έχουν χώρο και οι γυναίκες, που δεν θα περιθωριοποιεί αλλά να “περιέχει”, να μην διώχνει τα παιδιά από το σχολείο κλπ. Στην ουσία η αλλαγή θα πρέπει να είναι στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης, σε όλες τις βαθμίδες. Και αυτό προσπαθούμε να κάνουμε τώρα μέσα από αυτό κίνημα της “Κριτικής Εκπαίδευσης”.